theatrika.gr

 

Τσακάλια και Ισραηλίτες

 

Στην αθάνατη μνήμη του Φραντς Κάφκα

 

Του ΜΑΚΗ ΜΑΛΑΦΕΚΑ

Νά 'μαστε και πάλι στην όαση. Οι υπόλοιποι παρατηρητές έχουν πέσει κιόλας για ύπνο. Ενας Ισραηλίτης, στητός και υπερήφανος μες στη στολή εκστρατείας του, περνάει από μπροστά μου για ν' ασφαλίσει τις πόρτες των οχημάτων, κι ύστερα πηγαίνει κι αυτός στη σκηνή του.
Ξαπλώνω λοιπόν κι εγώ: μέσα στον υπνόσακο, ανάσκελα, να έχω άπλα. Πώς όμως να με πάρει ο ύπνος; Ενα τσακάλι γρυλίζει από μακριά! Αραγε να βρίσκεται μέσα ή έξω από τη ζώνη προστασίας; Ανακάθομαι, κι από ασαφείς και μακρινοί, οι ήχοι γίνονται ξαφνικά κοντινοί και συγκεκριμένοι: όλο τριγύρω μου ακούω τώρα το λαχάνιασμα των τεράποδων κυνηγών, αντιλαμβάνομαι τα ξερακιανά τους σώματα να κινούνται με ταχύτητα εδώ κι εκεί, και το φως των ματιών τους διακρίνω πλέον καθαρά να λαμπυρίζει μες στο σκοτάδι της ασέληνης νύχτας.
Ενα τσακάλι με πλησιάζει απ' το πλάι περπατώντας σταθερά, περνάει το κεφάλι του κάτω απ' τον αγκώνα μου κι ακουμπάει τη ράχη του στο πλευρό μου. Υστερα, γυρίζει το κεφάλι του, και κοιτάζοντάς με κατάματα, μου λέει:
«Είμαι το πιο γέρικο απ' όλα τα γέρικα τσακάλια της ερήμου. Και χαίρομαι τόσο πολύ που μπορώ να σε καλωσορίσω σ' αυτά τα μέρη. Είχα σχεδόν εγκαταλείψει κάθε τέτοια ελπίδα, αφού πηγαίνουν πια τόσοι πολλοί χειμώνες που σε περιμένουμε... Η μάνα μου σε περίμενε, κι η μάνα της, κι αμέτρητες άλλες μανάδες πριν απ' αυτήν».
«Μου φαίνεται πολύ περίεργο», του αποκρίνομαι ξεχνώντας να δυναμώσω τους προβολείς που απομακρύνουν τα τσακάλια, «μου φαίνεται πολύ περίεργο αυτό που λες. Ερχομαι απ' τη Δύση, και βρίσκομαι σ' αυτήν την έρημο σχεδόν τυχαία, και για πολύ λίγες μέρες. Τι θέλετε από μένα, εσείς τα τσακάλια;».
Φαίνονται να παίρνουν θάρρος απ' τα λόγια μου (ίσως πολύ φιλικά), και στενεύουν ακόμη περισσότερο τον κύκλο τους γύρω απ' τον υπνόσακο. Αναπνέουν γρήγορα, κοφτά και σφυριχτά.
«Το ξέρουμε», συνεχίζει το γέρικο τσακάλι, «ότι έρχεσαι απ' τη Δύση, και πάνω σ' αυτό ακριβώς στηρίζουμε τις ελπίδες μας. Εκεί, βρίσκει κανείς τη λογική που λείπει εδώ στους Ισραηλίτες. Βλέπεις, ούτε ένα φιντανάκι λογικής δεν μπορεί να φυτρώσει πάνω στην κατάξερη επιφάνεια των πεποιθήσεών τους. Διώχνουν όλα τα ζωντανά απ' άκρη σ' άκρη της ερήμου, κι όσα αρνούνται να φύγουν τα σκοτώνουν χωρίς κανένα δισταγμό».
«Χαμήλωσε τη φωνή σου», του λέω. «Υπάρχουν Ισραηλίτες που κοιμούνται εδώ δίπλα».
«Είσαι λοιπόν πραγματικά ένας ξένος σ' αυτή τη γη», λέει το τσακάλι, «αλλιώς θα ήξερες ότι ποτέ, σ' ολόκληρη την ιστορία της ερήμου, που είναι κι η ιστορία ολόκληρου του κόσμου, ένα τσακάλι δεν φοβήθηκε έναν Ισραηλίτη. Θα 'πρεπε να τους φοβόμαστε κιόλας; Δεν αρκεί που είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε δίπλα σ' έναν τέτοιο λαό;».
«Ισως -του λέω- ίσως... Δεν είναι σωστό να κρίνω πράγματα που δεν γνωρίζω καλά. Θα πρέπει να είναι μια πανάρχαια φιλονικία, από αυτές που βρίσκουν την πηγή τους μες στις παλιότερες πληγές, και που πάντα οδηγούν μέσα στο νέο αίμα».
«Πολύ σωστά τα λες», λέει το γέρικο τσακάλι, κι εγώ ακούω την ανάσα τους να γίνεται ακόμη πιο σύντομη, κι ακόμη πιο κοφτή. Τα πνευμόνια τους ανεβοκατεβαίνουν σαν τρελά μες στους ακίνητους θώρακες, κι η πικρή (σχεδόν ανυπόφορη) μυρωδιά των χνώτων τους βγαίνει με βία απ' τ' ανοιχτά τους στόματα. «Πολύ σωστά τα λες. Η ιστορία αυτής της αντιπαλότητας είναι βουτηγμένη στο αίμα. Κι όπως το μαρτυρούν οι παλιές μας προφητείες, μόνο με το αίμα μπορεί να σταματήσει. Θα τους αφαιρέσουμε λοιπόν το αίμα τους, κι ο αρχαίος τσακωμός θα τελειώσει».
«Ω!», του απαντώ, πιο απότομα απ' όσο θα 'πρεπε, «θα αμυνθούν, θα σας σκοτώσουν, θα σας θερίσουν... Εχουν στημένο πυροβολικό, και σμήνη από ελικόπτερα με δυνατούς προβολείς που σαρώνουν όλη την έκταση της ερήμου».
«Μη σε πιάνει πανικός», μου λέει, «και μη φοβάσαι για μας όπως φοβούνται για τους εαυτούς τους οι άνθρωποι της Δύσης. Δεν επιθυμούμε να τους σκοτώσουμε. Ολο το νερό του Ιορδάνη και της Τιβεριάδας δεν θα έφτανε για να ξεπλύνει ένα τέτοιο μίασμα. Η ίδια τους η παρουσία μάς αποστρέφει. Και κάθε φορά που τους βλέπουμε να καταπλακώνουν τα ιερά μας χώματα και να σπάνε στα δύο τον έναστρο ουρανό μας, αναγκαζόμαστε ν' αναζητούμε αλλού τον καθαρό αέρα, και φεύγουμε προς την έρημο που γι' αυτόν τον λόγο έχει γίνει η νέα μας πατρίδα».
Και όλα τα τσακάλια τριγύρω, στα οποία έχουν εν τω μεταξύ προστεθεί κι άλλα πολλά που μαζεύτηκαν από χιλιόμετρα μακριά, σκύβουν τα κεφάλια τους ανάμεσα στα μπροστινά τους πόδια κι αρχίζουν να τα ξύνουν με τα νύχια τους. Θα 'λεγες ότι προσπαθούν ν' αποδιώξουν ένα αίσθημα αηδίας τόσο οδυνηρό που, αν δεν είχα ακούσει το γέρικο τσακάλι, θα μ' έπιανε κι εμένα τρόμος.
«Τι θέλετε λοιπόν να κάνετε;» τα ρωτάω, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σηκωθώ, μα χωρίς επιτυχία αφού δύο νεαρά τσακάλια έχουν μπήξει τα δόντια τους στην πλάτη του γιλέκου μου. Αναγκάζομαι να ξανακάτσω. «Σε προστατεύουν», μου εξηγεί χαμηλόφωνα το γέρικο τσακάλι, «είναι δείγμα αποδοχής και σεβασμού». «Να με αφήσουν τώρα αμέσως!», λέω υψώνοντας τη φωνή μου, και κοιτάζοντας μια αυτόν και μια τους νέους. «Θα σε αφήσουν, φυσικά» μου απαντάει, «αν το θέλεις τόσο πολύ. Ομως θα πρέπει να περιμένεις λίγο, γιατί έχουν δαγκώσει πολύ βαθιά και δεν μπορούν να χαλαρώσουν τα σαγόνια τους παρά μόνο σιγά σιγά. Περιμένοντας, άκουσε την προσευχή μας». «Η συμπεριφορά σας δεν μου δίνει τόσο την όρεξη να κάνω κάτι τέτοιο», του απαντώ. «Μη μας καταλογίζεις τη μιζέρια μας», μου λέει γρυλίζοντας για πρώτη φορά με την πραγματική φωνή του, «είμαστε φτωχά ζωντανά, δεν έχουμε τίποτε άλλο από τα δόντια μας. Για ό,τι θελήσουμε να κάνουμε, καλό ή κακό, έχουμε μόνο αυτά τα δόντια». «Λοιπόν, τι θέλεις;», τον ρωτάω ακόμη κάπως ενοχλημένος.
«Αφέντη!», φωνάζει δυνατά, κι όλα τα τσακάλια ουρλιάζουν μονομιάς (απ' την Ιεριχώ, και πέρα μακριά, μέχρι τη Βηθλεέμ και τα βουνά της Ιουδαίας, μπορεί ν' ακούστηκαν κάπως σαν μελωδία). «Αφέντη, πρέπει να βάλεις τέλος στη σύρραξη που διχάζει ολόκληρη την οικουμένη. Εσένα είναι που περιγράφουν οι διηγήσεις των προγόνων μας. Εσύ είσαι αυτός που θα διορθώσει την αδικία. Οι Ισραηλίτες πρέπει να μας αφήσουν ήσυχους. Θέλουμε έναν αέρα που να αναπνέεται. Θέλουμε έναν ορίζοντα που να μη φαίνονται τα τείχη και τα οχυρά τους. Οχι άλλες επιθανάτιες κραυγές μοσχαριών και προβάτων. Ολα τα ζωντανά πρέπει να πεθαίνουν στην ώρα τους, κι εμείς, να μπορούμε να τρώμε απ' το κρέας τους, να τα ξεκοκαλίζουμε και να πίνουμε απ' το αίμα τους όσο ακόμη χύνεται ζεστό. Κι οι κάμποι! Τα νερά! Ν' ανοίξουν τα κανάλια, να σπάσουν τα φράγματα, να σταματήσουν να μας παίρνουν τα ποτάμια... Εσύ θα τους τα πεις, κι εκείνοι θα σ' ακούσουν», κι όλα τα τσακάλια αρχίζουν να σκούζουν και να κλαίνε γοερά. «Πώς γίνεται κι αντέχεις τέτοιους ανθρώπους, εσύ, που έχεις τόσο αγνή κι ευγενική ψυχή; Ολα πάνω τους μάς προκαλούν φρίκη και απέχθεια. Βρώμικα τ' αυτοκίνητα, βρώμικες οι στολές τους, οι πόλεις τους, τα φρούρια, οι δρόμοι... Και μόνο που τους βλέπουμε από μακριά το αίμα μας βράζει και φτύνουμε στο έδαφος με δύναμη να φύγει η οργή μας. Γι' αυτόν τον λόγο, ω αφέντη, γι' αυτόν τον λόγο, ω καλέ αφέντη που χίλια χρόνια να ζήσεις, χρησιμοποίησε αυτά τα χρυσά σου χέρια για να τους τρυπήσεις το λαρύγγι με τούτο το ψαλίδι!». Και μ' ένα απλό νεύμα του κεφαλιού του ένα άλλο τσακάλι βγαίνει απ' τον κύκλο κι έρχεται γρήγορα προς το μέρος μου κουβαλώντας στο στόμα του ένα παλιό σκουριασμένο ψαλίδι.
«Χα! Επιτέλους, το ψαλίδι! Τελείωσαν!», φωνάζει ξαφνικά πίσω μου ο λοχαγός που επιβλέπει την περίπολο της νυχτερινής βάρδιας. Οι στρατιώτες κατάφεραν να πλησιάσουν το κατάλυμά μου χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Τα τετράποδα σκορπίζουν αμέσως με ταχύτητα, μα καμιά εκατοστή μέτρα παρακάτω σταματούν να τρέχουν και κοντοστέκονται όλα μαζί, τόσο λιγνά και μαζεμένα που μοιάζουν με φράχτη από ξερά στειλιάρια. Ξαναρχίζουν να γουργουρίζουν, και το φως των ματιών τους λαμπυρίζει και πάλι μες στο σκοτάδι.
«Ετσι, κύριε, είχατε κι εσείς την τιμή να δείτε αυτήν την παράσταση...», μου λέει ο λοχαγός, γελώντας όσο πιο δυνατά του επιτρέπουν τα τρία του γαλόνια. «Τι εννοείτε; Δηλαδή εσείς γνωρίζετε τι κάνουν αυτά τα ζώα;» τον ρωτάω απορημένος. «Ασφαλώς και γνωρίζω κύριε», αποκρίνεται, «όλος ο κόσμος γνωρίζει. Από τότε που επιστρέψαμε στη γη μας, αυτό το ψαλίδι κυκλοφορεί εδώ κι εκεί μέσα στην έρημο, και μάλλον δεν πρόκειται να πάψει να κυκλοφορεί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου! Κάθε φορά που ένας Δυτικός παρατηρητής, δημοσιογράφος, ή απλός ταξιδιώτης, πατάει το πόδι του κατά 'δώ, του προτείνουν το ψαλίδι για να κάνει την αγαθοεργία! Δεν υπάρχει ούτε ένας που να μη βρίσκουν ότι ταιριάζει απόλυτα στο προφίλ του εκλεκτού τους. Αυτά τα ζώα διατηρούν μια βλακώδη ελπίδα. Είναι ανόητα, πραγματικά ανόητα αγαπητέ μου... Γι' αυτό εξάλλου και κατά βάθος τα συμπαθούμε: τα 'χουμε κάτι σαν τα σκυλιά μας, σίγουρα πιο χαζά απ' τα δικά σας. Κοιτάξτε, χθες το απόγευμα ανοίξαμε πολλές κονσέρβες σκυλοτροφής για τα λυκόσκυλα, και τις ανακατέψαμε με τ' αποφάγια απ' το προχθεσινό αρνί για να μην πάει χαμένο. Κι ό,τι αφήνουν τα σκυλιά, εμείς το πετάμε στα τσακάλια».
Τέσσερις στρατιώτες εμφανίζονται με γεμάτες πλαστικές σακούλες στα χέρια. Με το που τις αδειάζουν πάνω στις πέτρες και το κρύο χώμα, αμέσως τα τσακάλια σταματούν τον σαματά τους κι αρχίζουν να πλησιάζουν σαν μαγνητισμένα από τη μυρωδιά της σκυλοτροφής και του σιτεμένου κρέατος. Κάπου κάπου στέκονται διστακτικά, αλλά σύντομα συνεχίζουν τον δρόμο τους προς την τροφή, σαν να 'ναι δεμένα με λουριά που τα τραβούν οι στρατιώτες. Εχουν πια ξεχάσει τους Ισραηλίτες, έχουν ξεχάσει το μίσος τους... Το μόνο που φαίνεται να υπάρχει για τα ξερακιανά τσακάλια είναι αυτό το απρόσμενο νυχτερινό δείπνο του οποίου η δυνατή οσμή τα έχει κυριολεκτικά τυφλώσει. Ενα πρώτο βουτάει τη μουσούδα του, ένα δεύτερο ακολουθεί... Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ολόκληρη η αγέλη βρίσκεται πάνω απ' τον σωρό με τ' αποφάγια και μασουλάει με βουλιμία. Δεν ενοχλούνται καν από τους δυνατούς προβολείς που στρέφουν επάνω τους απ' τη μεριά του καταυλισμού. Τα τσακάλια καταπίνουν σαν μεθυσμένα τη μια μπουκιά μετά την άλλη, κι όλο τους το σώμα, όλη τους η ψυχή, όλο τους το είναι, είναι ολοκληρωτικά δοσμένα στη μανία της γεύσης και στην ικανοποίηση της χόρτασης που τόσο δείχνει να τους έχει λείψει.
Ο λοχαγός οπλίζει με επιμέλεια το ημιαυτόματο τουφέκι του, ενσωματώνει τη διόπτρα, και σημαδεύει τα τσακάλια της πρώτης γραμμής. Ο πυροβολισμός αντηχεί στα βάθη της ερήμου, κι η σφαίρα καρφώνεται στο κεφάλι ενός νεαρού τσακαλιού. Τα υπόλοιπα, λίγο χορτασμένα, λίγο τρελαμένα, λίγο νεκρά, βγαίνουν απ' τον λήθαργό τους και ξαναβλέπουν τους Ισραηλίτες, ξαναθυμούνται τον ήχο των όπλων, τη γεύση του μολυβιού, τον φόβο και το μίσος, κι αναπηδούν να φύγουν μακριά. Και πάλι όμως λίγο παρακάτω κοντοστέκονται και σταματούν. Κι ύστερα, μες στην απατηλή σιγή, η γεύση της τροφής στα στόματα και τις μουσούδες τους υπερτερεί του τρόμου τους, κι αρχίζουν να κάνουν βήματα, δειλά στην αρχή, και σύντομα όλο και πιο γρήγορα, ώσπου φτάνουν ξανά στο ύψος των υπολειμμάτων, και λίγα μόλις μέτρα απ' το κουφάρι του νεκρού τους αδελφού. Και πάλι σηκώνει το τουφέκι του ο λοχαγός να σημαδέψει. Του αρπάζω το μπράτσο.
«Εχετε δίκιο», μου λέει, «ας τ' αφήσουμε να κάνουν τη δουλειά τους. Ούτως ή άλλως θα πρέπει σύντομα ν' αρχίσουμε να ξεστήνουμε για να φεύγουμε. Τα είδατε όμως. Περίεργα ζώα, έτσι δεν είναι; Και πόσο πολύ μας μισούν!».

27/8/2010