theatrika.gr

Το μαύρο γάντι

 

 

 

Αύγουστος Στρίντμπεργκ

 

Μετάφραση: Γιώργος Λειβαδάς (Πούλος)

(2009)

 

Έργο λυρικής φαντασίας για τη σκηνή
(Πέντε πράξεις - 1907)

 

Πρόσωπα:

Κυρία
Συντηρητής (γεράκος)
Έλενα
Χριστίνα
Θυρωρός
Άγιος Βασίλης
Άγγελος Χριστουγέννων
Ηλικιωμένη κυρία

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:

 

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

 

(Το κλιμακοστάσιο ενός κτιρίου. Στο βάθος μια πόρτα εισόδου μ’ ένα γραμματοκιβώτιο και ταμπέλα για τ’ όνομα: δεξιά ένα ψυγείο: αριστερά ένας πάγκος για να ξεκουράζονται όσοι βρίσκονται στο κλιμακοστάσιο. Πάνω απ’ την πόρτα ένα χρωματιστό παράθυρο μ’ ένα σχέδιο σε σχήμα καρδιάς. Ένα μαύρο γάντι ριγμένο στο δάπεδο του προθαλάμου. Ένας ηλικιωμένος κύριος μπαίνει απ’ αριστερά ξεφυσώντας, κάθεται στο παγκάκι. Βλέπει το γάντι, το ανασηκώνει με το μπαστούνι του.)

 

ΓΕΡΑΚΟΣ Τι `ναι αυτό; – Ένα γάντι; Μαύρο, γυναικείο, νούμερο έξι: είναι της νεαρής κυρίας εκεί μέσα, το καταλαβαίνω από τα σημάδια των δαχτυλιδιών: στο αριστερό χέρι δυο λεία σημάδια από βέρες γάμου και στο μέσο δάχτυλο ένα δαχτυλίδι με ροζέτα: όμορφο χέρι, αλλά λίγο άγαρμπο στο άγγιγμα, ένα χνουδωτό πόδι ζώου με γαμψά νύχια: το βάζω πάνω στο ψυγείο, θα `ναι μια χαρά! (Μπαίνει ο θυρωρός απ’ αριστερά.) Καλημέρα, θυρωρέ! Καλά Χριστούγεννα!

ΘΥΡΩΡΟΣ Καλά Χριστούγεννα, κύριε συντηρητά! Εσύ δεν είσαι;

ΓΕΡΑΚΟΣ Ασφαλώς: συντηρώ πουλιά, ψάρια, έντομα, το μόνο που δε μπορώ να συντηρήσω είναι τον εαυτό μου – κι αν βάλω αρσενικό κάτω απ’ το δέρμα μου αυτό ζαρώνει, τα μαλλιά μου πέφτουν σαν μια παλιά βαλίτσα από δέρμα φώκιας, τα δόντια μου κι αυτά…

ΘΥΡΩΡΟΣ Είναι όπως με τα ηλεκτρικά εδώ, πρέπει να επισκευάζονται απ’ την αρχή, συνέχεια…

ΓΕΡΑΚΟΣ Ατυχία να έχουμε σκοτάδι τα Χριστούγεννα, δε γίνεται να το επισκευάσετε;

ΘΥΡΩΡΟΣ Βραχυκύκλωμα σίγουρα, αλλά αυτό διορθώνεται αμέσως. – Βλέπω… (Κάτι πιέζει σε μια πρίζα: η καρδιά και το χρωματιστό παράθυρο φωταγωγούνται.) Να, έχουμε φως στο χολ –

ΓΕΡΑΚΟΣ Σκορπίσατε φως λοιπόν στο σπίτι –

ΘΥΡΩΡΟΣ Όμως εγώ ζω στο σκοτάδι στο υπόγειο, διαθέτω μόνο μια λάμπα πετρελαίου –

ΓΕΡΑΚΟΣ Είναι καλό να ζεις για τους άλλους! – Θεέ μου, πόσο όμορφη είναι αυτή η καρδιά!

ΘΥΡΩΡΟΣ Όμορφη αλλά το χρώμα της είναι κάπως κοφτερό! Για να μην πω πως τραυματίζει τα μάτια όσων τη βλέπουν!

ΓΕΡΑΚΟΣ Σαν τη νεαρή κυρία! Μακάρι να ήταν τόσο καλόψυχη όσο και όμορφη!

ΘΥΡΩΡΟΣ Τι γάντι είναι αυτό;

ΓΕΡΑΚΟΣ Ήταν ριγμένο εδώ στο χολ, θα το φυλάξεις;

ΘΥΡΩΡΟΣ Θα το πάρω μαζί μου και θα το κρεμάσω εκεί κάτω στην τρύπα μου, ίσως φανεί κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης του! – Όμως τώρα πηγαίνω πάνω.

ΓΕΡΑΚΟΣ Εγώ θα κάτσω λίγο ακόμα να αναπαύσω τα ογδόντα μου χρόνια… Καλά Χριστούγεννα!

ΘΥΡΩΡΟΣ (Σβήνει την καρδιά και πηγαίνει προς τα δεξιά.) Καλά Χριστούγεννα!

(Μπαίνει από την ίδια πλευρά η Έλενα, ανοίγει το ψυγείο και παραμερίζει ένα κιβώτιο με μπουκάλια για γάλα.)

ΓΕΡΑΚΟΣ Καλημέρα, Έλενα. Καλά Χριστούγεννα!

ΕΛΕΝΑ Καλά Χριστούγεννα κύριε συντηρητά!

ΓΕΡΑΚΟΣ Πως είναι το κοριτσάκι κι η νεαρή κυρία;

ΕΛΕΝΑ Λοιπόν, οι δυο τους τιτιβίζουν σαν καναρίνια – μπορείς να τους ακούσεις από εδώ! Αλλά μεταξύ μας – Πιστεύετε όπως κι εγώ, ότι η νεαρή κυρία δε μας πολυλογαριάζει! Ούτε εγώ ούτε ο θυρωρός πήραμε χριστουγεννιάτικο δώρο, μας αποκαλεί ζώα –

ΓΕΡΑΚΟΣ Δεν πρέπει να λέτε τέτοια πράγματα σε μένα που δεν είμαι του σπιτιού – θα πουν ότι κουτσομπολεύω –

ΕΛΕΝΑ Είπαμε για καναρίνια, το `χετε ετοιμάσει της κυρίας;

ΓΕΡΑΚΟΣ Το έχω! – Αλλά – (Τα μασάει.) – Δε θέλει να με πληρώσει! – Δες, τώρα κουτσομπολεύω εγώ!

ΕΛΕΝΑ Δε θέλει να πληρώσει τη δουλειά κανενός – όταν ο κύριος ήθελε να δώσει σ’ εμάς, στα κορίτσια, κάτι παραπάνω για την μετακόμιση απ’ την εξοχή – εκείνη μάνιασε – Όταν αυτός τελικά μας φιλοδώρησε, τότε εκείνη άνοιξε για όλη τη νύχτα την παροχή του νερού και το ηλεκτρικό ρεύμα. – Κι όταν δε μπόρεσε να περάσει το δικό της, έκανε την άρρωστη – κόντεψε να πεθάνει: ο κύριος υποχρεώθηκε να φωνάξει τον καθηγητή: όταν αυτός έφτασε και είπε ότι δεν είναι τίποτα, μόνο καμωματάκια, εκείνη ήθελε να δηλητηριαστεί και απειλούσε ν’ ανοίξει το γκάζι, ήθελε να τινάξει το σπίτι στον αέρα!

ΓΕΡΑΚΟΣ Θεός φυλάξει! Έτσι ζείτε, αλήθεια;

ΕΛΕΝΑ Στα μεσοδιαστήματα είναι σαν γαλήνιος άγγελος – θα `πρεπε μόνο να τη βλέπατε όταν παίζει με την κορούλα της ή κάθεται και ράβει χριστουγεννιάτικα δώρα, όπως κάνει τώρα! – Στις άλλες περιπτώσεις είναι σαν να `χει καταληφθεί από δαιμονικές δυνάμεις: ίσως να μη φταίει η ίδια, κακομοίρα!

ΓΕΡΑΚΟΣ Καλά το λες, κι εμένα μου φαίνεται πως είναι άρρωστη! Έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν!... Αυτοί τα έχουν όλα, μα αυτό κι αν είναι άρρωστο: ο άντρας δεν κάνει τίποτα επειδή είναι πλούσιος!

ΕΛΕΝΑ Είναι απασχολημένος όλη τη μέρα να αγοράζει ό,τι θέλει με τα χρήματά του: αυτή τη χρονιά αγόρασε τρία καινούρια έπιπλα για το σαλόνι, ένα από σκούρο ξύλο αχλαδιάς με ασημένια μπορντούρα κι όλα πήγαν στο πατάρι – Όπως είπες: τα έχουν όλα!

ΧΡΙΣΤΙΝΑ (Μπαίνει από τα δεξιά: ψιθυριστά.) Τι κάνεις, Έλενα, εδώ; Η κυρία είναι εκτός εαυτού, έχασε το δαχτυλίδι της…

ΕΛΕΝΑ Ποιο δαχτυλίδι;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Το καλύτερό της με το μπλε λίθο, αυτό των δύο χιλιάδων κορόνων – αφού έλειψες, πίστεψε –

ΕΛΕΝΑ Τι;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Ότι το έσκασες με το δαχτυλίδι.

ΕΛΕΝΑ Όχι, δεν άκουσα ποτέ κανέναν να το λέει αυτό για μένα. Εγώ; Χριστίνα, τι πιστεύεις;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Ότι είσαι αθώα, το ξέρω – όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο, μπορείς να ομολογήσεις άφοβα αν είναι αθώος ή ένοχος.

ΓΕΡΑΚΟΣ Είσαι απολύτως σίγουρη;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Δεν ορκίζομαι, μα είμαι βέβαιη.

ΕΛΕΝΑ Και τώρα θα βρω κανά μπελά;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Έχει καρφωθεί στο μυαλό της κυρίας…

ΕΛΕΝΑ Μα βλέπει ότι δεν το έσκασα!

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Δε βοηθά!

ΕΛΕΝΑ Κι αν το δαχτυλίδι ξαναβρεθεί θα τσαντιστεί μαζί μου γιατί θα αποδειχτεί ότι ήμουν αθώα! Κι επειδή είχε άδικο! Μάθετε λοιπόν ότι τα παρατάω όλα!

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Μην το κάνεις, τότε θα πειστεί, θα στείλει την αστυνομία.

ΕΛΕΝΑ Ελπίζαμε ότι θα έχουμε καλά Χριστούγεννα σ` αυτό το σπίτι!

ΓΕΡΑΚΟΣ (Σηκώνεται.) Θα έχετε, αγαπημένα μου κορίτσια, αλλά ύστερα απ’ τη δοκιμασία – ως τώρα μετά τη βροχή έρχεται πάντα η λιακάδα – το ίδιο θα συμβεί και τώρα λοιπόν! Η Έλενα είναι ένα τίμιο κορίτσι αλλά θα ασκηθεί στην υπομονή!

ΕΛΕΝΑ Δεν το έχω κάνει ήδη;

ΓΕΡΑΚΟΣ Ναι, αλλά δεν τελείωσε το μάθημα! – Τώρα το λέω για άλλη μια φορά, μ’ όλη μου την καρδιά, με ακλόνητη πίστη: Καλά Χριστούγεννα, παιδιά μου! (Βγαίνει από δεξιά.)

ΕΛΕΝΑ Αν βοηθούσε μια καθαρή συνείδηση μόνο!

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Βοηθά σε αρκετές περιπτώσεις! Έλα μέσα τώρα, αλλά να είσαι ήπια, να `χεις υπομονή όταν η μπόρα ξεσπάσει!

ΕΛΕΝΑ Πως μπορώ;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Έχε για παράδειγμα τον κύριο, τ’ αφεντικό μας! Υποψιάζεται κι αυτόν για το δαχτυλίδι…

ΕΛΕΝΑ Κι αυτόν;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Επίσης! Αλλά αυτός δεν ξεσπά μάταια, δεν εξοργίζεται, βέβαια είναι φανερό ότι είναι στενοχωρημένος! – Έλα!

ΕΛΕΝΑ Κι αυτός! Τότε δε είναι ντροπή για μένα! Θα το αντέξω!

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Έλα τώρα! (Βγαίνουν από δεξιά.)

(Μπαίνει με μια σκούπα ο Άγιος Βασίλης.)

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Σκουπίζω για την Έλενα και τη Χριστίνα, γιατί είναι καλόψυχες: μα η γειτόνισσά τους η Εύα θα πάρει σκουπίδια, γιατί είναι κακιά: να, σφουγγίζω τον πάγκο και το ψυγείο, γυαλίζω τον μπρούτζο – αλλά όχι στο σπίτι της Εύας! – Αυτό της πρέπει εκείνης! – Τι σκαρώνουν εκεί μέσα;! (Ανάβει ένα μικρό φακό: το βάθος της σκηνής φωτίζεται από την πίσω μεριά και βλέπουμε μες στον προθάλαμο του σπιτιού: διακρίνουμε ένα άσπρο ψυγείο, έναν άσπρο καθρέφτη πάνω απ’ αυτό, μια άσπρη μικρή καρέκλα και από κάτω παιδικές γαλότσες: η κυρία στέκεται μπροστά απ’ τον καθρέφτη και χτενίζει τα μαλλιά της.) Εσύ όμορφή μητερούλα, μπορείς να θαυμάσεις το δώρο που δέχτηκες αλλά μην το λατρεύεις, είσαι ελεύθερη ν’ αγαπήσεις το παιδάκι σου, αλλά μην το προσκυνήσεις σαν είδωλο! Τώρα θα σου στείλω μια κάρτα Χριστουγέννων! (Ψάχνει από μια δέσμη.) Όχι άνθος ροδόδεντρου, ούτε μενεξέ, ούτε λευκά φραγκοστάφυλλα, ούτε ιξό: ένα γαϊδουράγκαθο, αυτό κάνει για σένα! Είναι όμορφο λουλούδι αλλά τσιμπάει! (Βάζει την χριστουγεννιάτικη κάρτα στο γραμματοκιβώτιο.) Τώρα θ’ ακούσουμε τις κουβέντες τους στην κουζίνα! (Σβήνει το φακό και στήνει αυτί προς τα δεξιά.) – Κατηγορούν την Έλενα ότι πήρε ένα δαχτυλίδι της κυρίας! – Δεν το πήρε! – Δεν κάνει τέτοια! Η Εύα θα το είχε κάνει στη θέση της! Τους ξέρω όλους μες στο σπίτι καλά! όλα τ’ αφεντικά κι όλα τα κορίτσια του υπηρετικού προσωπικού. Η Έλενα κλαίει! Θα μάθω τι έγινε με το δαχτυλίδι, θα ψάξω απ’ το κελάρι ως τη σοφίτα, στο ασανσέρ, στο μπάνιο, μες στην ηλεκτρική σκούπα, γνωρίζω απ’ έξω όλες τις γωνιές και τις τρύπες αυτού του σπιτιού – Θα δω μόνο πριν αρχίσω την έρευνα αν έχουν τακτοποιήσει το ψυγείο! (Κοιτάζει, ψηλαφεί τα πράγματα μες στο ψυγείο.) Μια χαρά! Ναι, καλώς!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (Μια ασπροντυμένη γυναίκα με αστέρια σαν νιφάδες χιονιού στα μαλλιά της.) Τι κάνεις εκεί, χαζούλη; Κάθεσαι και κρυφακούς, δεν είναι αυτό ό,τι καλύτερο!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Ό,τι κάνει ο Άγιος Βασίλης είναι σωστό! Αυτός επιβάλλει την τάξη σ’ αυτό το σπίτι, αυτός κατηγορεί και παρηγορεί, αυτός συνετίζει, προσφέρει αγάπη ή συγυρίζει το σπίτι.

ΑΓΓΕΛΟΣ Μεγάλο σπίτι για να το προσέχεις ολόκληρο!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Ναι. Ένας πύργος της Βαβέλ με κάθε λογής κόσμο και ανθρώπινες λαλιές: πάνω απ’ το ισόγειο έξι ολόκληρες σκάλες: τρία διαμερίσματα σε κάθε όροφό, μια ντουζίνα κούνιες για μωρά, επτά πιάνα, τόσες ανθρώπινες μοίρες έχουν εκπληρωθεί εδώ: σφίγγεται και συντρίβεται το μυαλό, η καρδιά κι η ψυχή όπως γίνεται με τα δοκάρια και τις πέτρες αυτού του σπιτιού που είναι όλα μαζί αλλά θαρρείς μόλις και μετά βίας συγκρατιούνται μεταξύ τους………………………………………………………………………………………………………………………………..

Από την ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ ………………………………..

ΓΕΡΑΚΟΣ Εσύ μικρέ λωποδύτη, μου έκλεψες, νομίζω, τη σκέψη μου: τώρα μόλις μου ήταν ξεκάθαρο –

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Και τώρα; Αυτή θόλωσε σαν διάφανος πάγος που λιώνει στο επίπεδο τήξεως: έγινε νερό, λασπόνερο, που εξαφανίζεται σαν ατμός! Θέλω να συμπυκνώσω γρήγορα και να εκφράσω το σύστημά σου που λησμόνησες. (Παύση.) Στην ενότητα του όλου βρίσκεται το αίνιγμα του κόσμου –

ΓΕΡΑΚΟΣ Σωστά! Είσαι ένας μικρός ευφυολόγος που βρήκε ό,τι εγώ γύρευα τριάντα ολόκληρα χρόνια! Ενότητα της ύλης! Αυτή είναι το κρυμμένο μυστικό!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Το σύστημα, σωστά! Μα τώρα ας περάσουμε στην πραγματικότητα! Σκέψου τον δυϊσμό της φύσης! Κι ας δούμε αν αυτή η θεωρία δεν περικλείει ουσιαστικά περισσότερα μέσα της! (Παύση.) Το υγρό στοιχείο, δηλαδή το νερό είναι μια ενότητα, παρ’ όλα αυτά αποτελείται από δύο, από υδρογόνο κι από οξυγόνο, αυτό δεν αμφισβητείται: η μαγνητική ενέργεια πάλι υποδιαιρείται σε Βορρά και Νότο: η ηλεκτρική ενέργεια αποτελείται από θετικό και αρνητικό, στο σπέρμα του φυτού υπάρχει αρσενικό και θηλυκό: και ψηλότερα στην αλυσίδα, στα υψηλότερα σημεία της, πάλι βρίσκεις δυϊσμό, ο μοναχός ο άνθρωπος, ο δίχως ταίρι, δεν ήταν ο κατάλληλος τύπος για το ανθρώπινο είδος – έτσι δημιουργήθηκε ο άντρας και η γυναίκα – Η δυαδικότητα της φύσης εξακριβωμένη!

ΓΕΡΑΚΟΣ Εσύ διαβολάκο! Μου διέλυσες μόλις –

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Το παιχνίδι σου, μεγάλε ανόητε: η αλυσίδα σου έσπασε και κατάντησε ένας άχρηστος σωρός από κρίκους, το σχοινί που έπλεκες ξέφτισε, έγινε παλιοστουπί, περιουσιακό στοιχείο πια για πέταμα –

ΓΕΡΑΚΟΣ Χα! Εξήντα χρόνια για να φτιάξω μια φούσκα! έσπασε μ’ ένα φύσημα του αέρα! Δε θέλω να ζήσω!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Αν η φούσκα έσπασε, μπορείς να φουσκώσεις άλλες, αυτές γίνονται από νερό και σαπούνι, ο αφρός χτυπιέται και φαίνεται πολύς, αλλά είναι ελάχιστος, σχεδόν τίποτα –

ΓΕΡΑΚΟΣ Εξήντα χρόνια – (Σηκώνεται μανιασμένα και εκσφενδονίζει τα χαρτιά του προς τα έξω, στ’ αριστερά παρασκήνια.) Έξω, κι εσύ! Διαβολική οπτασία! Ένα σάπιο φρούτο από μόχθο είκοσι χιλιάδων ημερών! Έξω! Έξω! Ξερά φύλλα που έχετε ρουφήξει τους χυμούς από το δέντρο μου. Φωτεινές χίμαιρες, κακόβουλα πνεύματα που με οδηγήσατε και χάθηκα, που με σύρατε με παγίδες στο βάλτο, βυθίστηκα στο βόρβορό του μέχρι το λαιμό, με παρασύρατε πονηρά σε ερήμους, όπου κοφτεροί θάμνοι έγδαραν τα χέρια μου – (Αδειάζει το ντουλάπι απ’ τα χαρτιά, αφήνει μόνο ένα κουτί.) Έξω ανέντιμοι κυβερνήτες του σκάφους μου, με ρίξατε στην ξέρα, οδηγοί που μου δείξατε το δρόμο για την κόλαση! Χρεοκοπημένος, σωριασμένος καταγής, θα εγκαταλειφθώ στην πρόνοια του κράτους, με άδεια χέρια θα κάτσω στο καμένο έδαφος – (Σωριάζεται στην καρέκλα.) Ένα μαλάκιο με σπασμένο κέλυφος, μια αράχνη με κουρελιασμένο ιστό, ένα αγριοπούλι στον ανοιχτό ωκεανό, πολύ μακριά για να γυρίσει στην ακτή – φτεροκοπά πάνω από την ταραγμένη άβυσσο – ώσπου αποκαμωμένο πέφτει στο κύμα – και πεθαίνει! (Παύση.)

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Θες να ξαναρχίσεις άλλη μια φορά; πες! Να γίνεις νέος άλλη μια φορά;

ΓΕΡΑΚΟΣ Νέος; Όχι, ευχαριστώ! Έχω τη δύναμη να υποφέρω πια – Δύναμη να υφαίνω όμως απατηλά όνειρα; όχι!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Θες μήπως χρυσάφι;

ΓΕΡΑΚΟΣ Για ν’ αγοράσω, τι; Δεν επιθυμώ τίποτα – εκτός βέβαια, απ’ το να μ’ αφήσεις να πεθάνω!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Ναι, καλώς! Αλλά αφού συμφιλιωθείς πρώτα με τη ζωή!

ΓΕΡΑΚΟΣ Να συμφιλιωθώ; – Να δεθώ ξανά σφιχτά στον πάσσαλο του μαρτυρίου μου; – Όχι, ασυμφιλίωτος! Αλλιώς δε αναχωρείς ποτέ – ‘‘Ακόμα μια χαιρετούρα! Κι ένα ποτήρι ακόμα για τον άλλον συγγενή!’’ ‘‘Ω, μείνε λίγο ακόμα!’’ – Έτσι μένεις – Όχι, πάνω στο τρίποδο σκαμνί, μαστίγωσε τον εσωτερικό σου φόβο και πέταξε ελεύθερος, δε λαχταράς μετά το πίσω!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Εσύ αποδέσμευσες τον εαυτό σου μια φορά από την τρυφηλή ζωή, από σπίτι και παραγώνι, από σύζυγο και παιδί, για να τρέξεις ελεύθερος ξοπίσω απ’ το άδειο κέλυφος της δόξας –

ΓΕΡΑΚΟΣ Αυτό είναι κατά το ήμισυ αληθές – τα εγκατέλειψα εγκαίρως πράγματι όλα αυτά για ν’ αποφύγω να δω τους άλλους να φεύγουν, που είχαν ήδη ετοιμάσει τις αποσκευές τους! Όταν η ζωή με πρόδωσε, όταν το σκάφος κόντευε σχεδόν να βουλιάξει, έφτιαξα μόνο ένα σωσίβιο που το φούσκωσα με αέρα, τόσο μακριά λοιπόν βρίσκεται η αλήθεια: αυτό με κράτησε στον αφρό για κάποιο χρόνο, για κάμποσο αλήθεια, οπότε έσκασε και καταποντίσθηκα, είμαι υπεύθυνος λοιπόν και γι’ αυτό;!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (Που έχει βγάλει το κουτί απ’ το ντουλάπι.) Εδώ έχεις κάτι ναυάγια που η θάλασσα σου επέστρεψε –

ΓΕΡΑΚΟΣ Άσε το κουτί μου! Μην ανασταίνεις τους νεκρούς!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Σαδουκαίε, δεν πιστεύεις στην ανάσταση των νεκρών – τους φοβάσαι τώρα;

ΓΕΡΑΚΟΣ Άσε το κουτί μου! Ξυπνάς τα φαντάσματα –

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Ναι! Έτσι μπορείς να δεις ότι η ζωή είναι είναι σαν ένα φάντασμα, σαν ένα πνεύμα αλλά φυλακισμένη σ’ ένα σώμα, που αυτό είναι ύλη! Τώρα τα εξορκίζω, τα καλώ! (Ανοίγει το κουτί.)

ΓΕΡΑΚΟΣ Αχ!... Τι ευωδιές! Ανθίζει το τριφύλλι; Ροδομάγουλε Μάη όταν οι μηλιές ανθίζουν, κι οι πασχαλιές λικνίζουν τα βλαστάρια τους στον ζέφυρο, ο φρεσκοσκαμμένος κήπος που πριν λίγο κειτόταν λευκοχιονισμένος, τώρα απλώνει τις μαύρες φλοκάτες του χώματός του πάνω στους σπόρους, θαμμένοι βαθιά αυτοί για να ξεπεταχθούν – (Ακούγονται ‘‘Οι ψίθυροι της άνοιξης’’ του Σίντιγκ.) Βλέπω – μια μικρή αγροικία, λευκή με πράσινα παραθυρόφυλλα, ένα παραθύρι ανοίγει, κι η κουρτίνα – από άλικο ταφτά, στο χρώμα του κρασιού – ανεμίζει. Παραμέσα ένας καθρέφτης, με επιχρυσωμένη κορνίζα αυτοκρατορικού στυλ – και στην οβάλ επιφάνειά του μια οπτασία – ό,τι ομορφότερο χάρισε ποτέ η ζωή: μια νεαρή μητέρα, που ντύνει το παιδί της – χτενίζει τις βελούδινες μπούκλες του, ξεπλένει τον ύπνο από τα γαλάζια μάτια του που ανοίγουν και σκάνε τα χαμόγελά τους στον ήλιο, και στη μάνα, από λαχτάρα για ζωή – το μικρό ποδαράκι χτυπά τρελούτσικα κάτω, ανυπόμονα, σαν ένα πουλάρι που είναι έτοιμο να ξαμολυθεί – Ω, μουσική! Τι τόνοι από εποχές της νιότης, μισοξεχασμένοι που ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια – αυτό το μικρό ποτάμι που κυλά κάτω απ’ τις φυλλωσιές των σκλήθρων, ένα πλοίο και γιρλάντες του μεσοκαλόκαιρου, καλάθια γεμάτα αγριοφράουλες, φρέσκες τούρνες που σπαρταρούν πάνω στην κουπαστή της βάρκας – (Ο Άγιος Βασίλης βγάζει απ’ το κουτί ένα νυφικό στεφάνι μαζί μ’ ένα λευκό πέπλο.) Τι βλέπω; Τι έχεις εκεί; Ένα μικρό στέμμα από μυρτιά κλεισμένο στο κουτί, για μια μικρή βασίλισσα: ένας δαντελωτός πέπλος – μια πρωινή ομίχλη σ’ ένα χορό ξωτικών, την ώρα που σκάει ο ήλιος – Τώρα δε βλέπω άλλο, στα μάτια μου έπεσε πέπλο ομίχλης. – Ω! Θεέ και Κύριε, όλα αυτά που συνέβησαν κάποτε, αλλά δεν υπάρχουν πια και δε θα `ρθουν ποτέ ξανά! (Καταρρέει κλαίγοντας.)

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Όλα αυτά τα είχες κι όμως τα πέταξες μακριά, πέταξες τα φρέσκα λουλούδια για να κερδίσεις αυτά τα αποξηραμένα φύλλα, αυτήν τη ζεστή, γλυκιά ζωή γι’ αυτήν την κρύα σκέψη, είσαι αξιοθρήνητος πράγματι – Και κάτι άλλο έχω. (Του δείχνει ένα μαύρο, γυναικείο γάντι.)

ΓΕΡΑΚΟΣ Ένα μικρό γάντι! Για να δω! Δε θυμάμαι – Πως βρέθηκε εδώ; – Βέβαια, περίμενε – το έχω – Χθες το πρωί το βρήκα στη σκάλα –

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Δέξου το τώρα σαν χριστουγεννιάτικο δώρο από μένα – Φυλάει αυτό μυστικά, τα ντελικάτα δάχτυλα που έκρυβε μέσα του έχουν μεσολαβήσει σε πολλές μοίρες, έχουν προκαλέσει κακό, αλλά το μικρό αυτό χέρι έρχεται τώρα κοντά σου για καλό – Αν της το επιστρέψεις, το περιμένω, τότε θα χαρίσεις στους άλλους ευτυχία, θα λύσεις ένα αίνιγμα που έχει περισσότερη αξία απ’ της Σφίγγας που σε κατατρώει μια ζωή – (Ασφαλίζει το κουτί στο ντουλάπι.)

ΓΕΡΑΚΟΣ Μπορώ δηλαδή να κάνω ένα θνητό ευτυχισμένο, να δω απέναντί μου ένα ευγνώμον βλέμμα, να προσφέρω παρηγοριά, ν’ αγγίξω ακόμα μια καρδιά, τότε υπάρχει θεραπεία για τον απελπισμένο!

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Ήταν το γενναιότερο και το σοφότερο που είχες να κάνεις να κάψεις το γέρικο, σάπιο δάσος σου, έξω, σε καθαρό έδαφος τώρα! Φυτρώνει καλά στη στάχτη, και θα μπορέσεις να λάβεις ακόμα μερικές σοδειές! Αλλά τίποτα δεν απολαμβάνεις μόνο σου, χάρισε στους άλλους, να προσφέρεις είναι πιο ευλογημένο απ’ το να παίρνεις! είναι μια θυσία που ευχαριστεί – (Παύση.) Τώρα επιστρέφω στην σκοτεινή παράγκα μου, και σου εύχομαι Καλά, Καλά Χριστούγεννα! (Εξαφανίζεται, γίνεται καπνός.)
………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

 

Από την ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ…………………..

(Μπαίνει η Έλενα. Η Κυρία πέφτει στα γόνατα πριν προλάβει να κάνει το ίδιο η Έλενα.)

ΕΛΕΝΑ Σήκω πάνω για όνομα του Θεού, μη με αποκαρδιώνετε, μικρή, δυστυχισμένη, αγαπημένη μου Κυρία, σηκωθείτε, δε μπορώ να σας βλέπω έτσι: δεν είναι τίποτα για το οποίο πρέπει να εξηγηθούμε, ένα λάθος, ας το υπομείνουμε, όλα μας βασανίζουν τόσο πικρά: είναι τόσο δύσκολο κανείς να ζει, σχεδόν αδύνατο θα έλεγε κάποιος! Έτσι! Ναι!

ΚΥΡΙΑ Έλενα! Συγχώρα με!

ΕΛΕΝΑ Το έχω κάνει ήδη, το έχω κάνει, καλή, ευγενική μου Κυρία, σηκωθείτε πάνω, θα σας διηγηθώ κάτι…

ΚΥΡΙΑ (Σηκώνεται.) Σχετικά με –;

ΕΛΕΝΑ Όχι! Πρόκειται για κάποιον, για κάτι άλλο! Αυτός ο γεράκος στη σοφίτα – πέθανε – ικανοποιημένος και συμφιλιωμένος μ’ αυτά που επιθυμούσε περισσότερο – Αλλά όταν ψάξαμε στα χαρτιά του – να, είδαμε το αληθινό του όνομα – Και…

ΚΥΡΙΑ Ξέρω! – Ήταν ο χαμένος μου πατέρας!

ΕΛΕΝΑ Ναι!

ΚΥΡΙΑ Πέθανε χωρίς να μπορέσει να δει το παιδί του για τελευταία φορά! – Θέλω να τον ξαναδώ! – Αυτά τα παράξενα διαμερίσματα, όπου ανθρώπινες μοίρες στοιβάζονται η μια πάνω στην άλλη, ξεκινώντας απ’ τα κατώτερα πατώματα, το ένα διαμέρισμα που βρίσκεται πάνω στ’ άλλο, το ένα δίπλα στ’ άλλο – Που είναι ο άντρας μου; Άκουσε κανείς σας γι’ αυτόν;

ΕΛΕΝΑ Θα έρθει για το δείπνο – όχι νωρίτερα!

ΚΥΡΙΑ Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι; Μες στο σκοτάδι, μες στο κρύο και στη ξηρασία, δεν έχουμε νερό! Σ’ αυτό το σπίτι του πένθους, στις νεκρικές αίθουσες – κακόμοιρε αντρούλη μου! – Πηγαίνω τώρα στον πατέρα μου! – Πως πέθανε, Έλενα;

ΕΛΕΝΑ Έκαψε όλα τα χαρτιά του και είπε ότι ήταν όλα ανεξαιρέτως σκουπίδια – κι αυτός βρήκε το δαχτυλίδι – Όταν λοιπόν μου πρόσφερε τόση ευτυχία, είπε: Τώρα πεθαίνω ευτυχισμένος, εφόσον αξιώθηκα τη χάρη να κάνω και κάποιον άλλον άνθρωπο ευτυχισμένο!

ΚΥΡΙΑ Είχε δίκιο! – Δεν τον αγαπούσα: αλλά τώρα θέλω να του κλείσω τα μάτια, να του προσφέρω τις στερνές υπηρεσίες – όπως οφείλει κανείς! Ακολούθα με, Έλενα!

(Βγαίνουν. Παύση. Η Χριστίνα κι ο θυρωρός, με εργαλεία, διασχίζουν διαγώνια, χωρίς βιάση, τη σκηνή.)

ΘΥΡΩΡΟΣ Θα πάνε όλα μια χαρά! – Μια χαρά!

ΧΡΙΣΤΙΝΑ (Υποδεικνύοντας το μικρό κρεβάτι.) Ησυχία! Ησυχία! (Γλιστρούν αθόρυβα έξω. Ο Άγιος Βασίλης στο δεξί παρασκήνιο, αριστερά ο Άγγελος των Χριστουγέννων.)

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Σε λίγο η αποστολή μας τελειώνει – Είδα κάποιον να πέφτει στα γόνατα, άκουσα ένα σταδιακό σβήσιμο της φωνής και μια μοναδική, κοφτή λέξη: ‘‘συγγνώμη’’, που μπορεί όλα να τα συμφιλιώσει! Τώρα η λέξη αυτή ειπώθηκε!......................................................................................................................................