theatrika.gr

Ο αδερφός

 

 

 

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

 

ΓΙΩΡΓΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΘΕΙΟΣ
ΘΕΙΑ
το ΟΡΑΜΑ του ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ (ΝΙΚΗΤΑ)
ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ με τους ΛΑΚΕΔΕΣ ΤΟΥ
ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ
ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ένας άλλος ΑΝΤΡΑΣ
ένας ΓΙΑΤΡΟΣ

 

(Θεατρικό – 2003)

Η θρησκεία ως μετάθεση της ζωής σε έναν άλλον τόπο που δεν ισχύουν εγκόσμιες απαιτήσεις. Η ‘‘αγάπη’’ προς τον αδερφό (Γιώργης) κρυφό μίσος - και στην πραγματικότητα επιθυμία για εξόντωσή του. Οι νεκροί εξόριστοι από τους ζωντανούς επιστρέφουν και τους εκδικούνται (με τη σειρά τους). Η μόνη θεμιτή εκδίκηση χάνει το στόχο της, κινείται τυφλά, στο τέλος γυρνά στο πρόσωπο απ’ το οποίο ξεκίνησε.

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:

 

(Από την 1Η ΠΡΑΞΗ- ΣΚΗΝΗ 1Η)……………………………….……………………………………………….

ΓΙΩΡΓΗΣ Σαν αλλαγμένος είσαι αδερφέ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Μεγάλωσα! Έσβησα όλα τα παλιά… αν μπορεί να πει κανείς πως γίγνεται αυτό… περσότερο οι άνθρωποι και τα πράγματα δε μου θυμίζουν τη ζωή εκείνη… Πήγα στη σχολή όπου περνούμε την ώρα μας υμνώντας τον θεό… Περνώ με προσευχή, ακούω τους ψαλμούς σαν θυμίαμα ν` ανεβαίνουν ψηλά στους τρούλους και θαρρείς άγγελοι φτερουγίζουν δίπλα μας… Γένεται ένας άλλος τόπος ξεφτισμένος, θαρρείς κάθε κακιά ανάμνηση έχει σβηστεί…

ΓΙΩΡΓΗΣ Εμένα όλα ζωντανεύουν εμπρός μου…

ΜΙΧΑΛΗΣ Το παν ειν` να μην αφήνεις το μυαλό σου σε σχόλη...

ΓΙΩΡΓΗΣ Και σκέπτεσαι να μείνεις εκεί για πάντα;

ΜΙΧΑΛΗΣ Είμαι εντάξει! Σ` αυτό το μέρος έμαθα να υπομένω τα γραμμένα...

ΓΙΩΡΓΗΣ Ήταν γραφτό να χωρίσουν οι δρόμοι μας αδερφέ;

ΜΙΧΑΛΗΣ Ήθελα να βρω τον εαυτό μου!

ΓΙΩΡΓΗΣ Εγώ όπου κι αν γύρισα έπαιρνα στη πλάτη μου τον αδερφό, ξέχναγα τον εαυτό μου…

ΜΙΧΑΛΗΣ Όλα θα `χουν μπει στη θέση τους αύριο- μεθαύριο που με το καλό θα φύγουμε…

ΓΙΩΡΓΗΣ Λες θα τ` αφήσουν;

ΜΙΧΑΛΗΣ Δε θες να τελειώσουμε; Υπέφερα κι εγώ πέντε ολάκερα χρόνια για να τα βγάλω απ` το μυαλό… τα πράγματα πήραν μόνα το δρόμο τους... κερδίσαμε μια δίκαια δίκη... τι άλλο θέλουμε;

ΓΙΩΡΓΗΣ Να τιμωρηθεί ο ένοχος!...

ΜΙΧΑΛΗΣ Μη σκας! Ξέρουν κι άλλοι! Δεν άκουσες τον θείο; Καλύτερα να εμπιστευόμαστε τη γνώμη των συνηγόρων…

ΓΙΩΡΓΗΣ Έτσι πιστεύω! Θα τελειώσει αργά ή γρήγορα τούτη η ιστορία… Όμως η έγνοια… φοβούμαι ξανά μη μας παγιδέψουνε…

ΜΙΧΑΛΗΣ Ω, γιατί δεν αφήνουμε αυτή τη συζήτηση; Ας πούμε κάτι άλλο… Χάνω μαζί σου την πίστη μου...

ΓΙΩΡΓΗΣ Με αναστατώνει που θα πρωταντικρύσω σε λίγο το σιχαμερό πρόσωπο του φονιά…

ΜΙΧΑΛΗΣ Μου φαίνεσαι άγριος, με τρομάζεις!... δεν ξέρω… ………………………………

 

 

(Από την ΠΡΑΞΗ 1Η –ΣΚΗΝΗ 3Η) …………………ΜΙΧΑΛΗΣ……………………Μήπως τον αδερφό δεν τον φάγανε γιατί ήταν μ`αυτούς;

ΓΙΩΡΓΗΣ Τι θες να πεις; Το `κρυψε μήπως;

ΜΙΧΑΛΗΣ Και τι περίμενες; Φίδια δεν ήταν; Θα καθόντουσαν θαρρείς με σταυρωμένα τα χέρια, χωρίς να δαγκάσουν όταν οι άλλοι πήγαιναν να βάλουν στο χέρι τ΄ αυγά τους; Οι λύκοι θ΄ αφήσουν να τους κατασπαράξουνε τ΄ αρνιά; Έπρεπε να τα είχαμε σκεφτεί νωρίτερα όλα! Θα βγάζαμε τα μάτια μας απ` τη στιγμή που σηκώσαμε κεφάλι. Αυτή θα είναι η πληρωμή μας και τώρα! Τα ίδια θα πάθουμε άλλη μια φορά!

ΓΙΩΡΓΗΣ Πάψε, μ΄ ανεβάζεις το αίμα στο κεφάλι!… δεν τα εννοείς… το θέαμα του φονιά σε τάραξε!...

ΜΙΧΑΛΗΣ Όλοι κατά βάθος ίδιοι…

ΓΙΩΡΓΗΣ Δεν είναι οι νεκροί μας σαν τους δικούς τους!

ΜΙΧΑΛΗΣ Αφού πεθυμήσαμε τα προνόμια εκείνων… για χάρη της απληστίας τους… ο νοικοκύρης όμως- πες μου- τι χρωστά;

ΓΙΩΡΓΗΣ Παραμιλάς.

ΜΙΧΑΛΗΣ Το μυαλό του ανθρώπου γρήγορα φουσκώνει… από την αχαριστία… μόνοι μας τρέχουμε να βρούμε τη συφορά μας…

ΓΙΩΡΓΗΣ Αδερφέ μη συνεχίζεις! Πρέπει να τους πολεμήσουμε… μας κυκλώσανε και δεν θα μας αφήσουνε τώρα… ………………………….

 

 

..................................................................................

 

ΠΡΑΞΗ 2η - ΣΚΗΝΗ 1η

( Ο Γιώργης μόνος στη σκηνή. Είναι γλυκοχάραμα. Ήταν άγρυπνος όλη τη νύχτα. Έξω απ` το παράθυρο οι τόνοι του πρωινού αρχίζουν σιγά- σιγά να γλυκαίνουν, ένα τριανταφυλλί φως απλώνει στο δωμάτιο. Ο Γιώργης έχει μια ηρεμία, μοιάζει με άγιο λουσμένο στο φως που χαίρεται απάνου στα βλέφαρα του τη ζεστασιά του ηλίου. Στιγμές- στιγμές σαν ν’ αστράφτει κάτι μες στα μάτια του βυθίζεται στον στοχασμό και σοβαρεύει. Ανοίγει η πόρτα της κουζίνας και εμφανίζεται ο Μιχάλης. Μόλις βλέπει τον αδερφό του κοντοστέκεται. Θα κατευθυνθεί κάπως αβέβαιος τέλος, χωρίς να κάμνει θόρυβο προς τον πάγκο της κουζίνας. Ο Γιώργης γυρνά και τον βλέπει όμως αντανακλαστικά αποστρέφει το πρόσωπο του να αποφύγει τη γνωριμιά μαζί του. Σαν να παλεύει κάτι μέσα του, σε λίγο θα αφεθεί ξανά στις αναμνήσεις του και μαλακώνει. Ξεκινά έναν μονόλογο γνωρίζοντας πως ο αδερφός του τον ακούει).
ΓΙΩΡΓΗΣ Αδερφέ δες! Βγήκε ο ήλιος! Πόσο απαλό είναι τούτη την ώρα το ξημέρωμα… Λαφραίνει η ψυχή μου σαν αντικρίζω τούτη την ώρα τον ουρανό... η ψυχή μου ώρες- ώρες γίνεται ασήκωτη θαρρείς σα μολύβι... Ο ουρανός όμως είναι καθαρός… κι εγώ ξαναγεννιέμαι όταν τον βλέπω… όλα ξαναγεννιούνται από την αρχή. Τα χορτάρια, τα ζωντανά… η ψυχή μου πως γεμίζει με χαρά!... Για δες αυτό! (δείχνει έκθαμβος απ` το παρεθύρι και κάνει σινιάλο στον αδερφό του να ζυγώσει) Τη λεύκα αυτή τη θυμάσαι, στη χαλικόστρωτη αυλίτσα που παίζαμε παιδιά στο σπίτι του θείου και της θείας;… Δέναμε ένας τον άλλον με το καραβόσκοινο στον κορμό της και φοβόμασταν μην έρθουν τα σκυλιά και μας γλείψουν τα πόδια… Πόσοι φόβοι λιγώνανε την ψυχή μας τότε που ήμασταν παιδιά; Ποσά χρόνια είναι το δενδρί αυτό αδερφέ; θα `ναι τριάντα;… Αχ, σα βλέπω αλήθεια τόση ομορφιά αδελφέ τότες δε φοβούμαι άλλο! Με `σένα θέλω να μοιραστώ τα αισθήματα αυτά, όλη την ευτυχία... αφού εσένα έχω αδερφέ μόνο… Όλα αυτά τα χρόνια έζησα έρμος κι όμως δεν έπαψα να ελπίζω ούτε στιγμή σε `σένα. (σκέπτεται) Θαρρείς κι είσαι ένας άγγελος απόμακρος… ανάλλαχτος… όμως δίκαιος εσύ παρ` όλα αυτά! Σε λογάριαζα πάντα σαν ένα αγαθό πνέμα κι ας μην είχαμε την τύχη να ζήσουμε για πολύ καιρό ο ένας δίπλα στον άλλον…

ΜΙΧΑΛΗΣ Μπορεί να μη γνωριζόμασταν πολύ καλά από παλιά…

ΓΙΩΡΓΗΣ Δεν είμαι τίποτα χωρίς εσένα αδερφέ! Μόνο εσύ… Όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι στο στρώμα μου, συλλογιζόμουν μόνο πως θα βγούμε απ` αυτόν τον κύκλο το γρηγορότερο… Εσύ θα με βοηθήσεις… μπορείς, το ξέρω!... Σαν τελειώσουν όλα… τότε θα’ χουμε όλη την ευτυχία δικιά μας, κανείς δεν θα μπορεί να μας την πάρει… (ζωηρά) Άκουσε! Θες να γίνεις βοηθός μου; Αν σου πω θα με επιδοκιμάσεις, έχω λογαριάσει τα πάντα, πίστεψέ με. Το σχέδιο μου θα τον ξετρυπώσει… Δεν τους προκάλεσες σαν εμένα… απ` τη φύση σου είσαι σεμνός… έχεις μείνει τόσο μακριά απ` όλα, έλειπες χρόνια και δεν ανακατεύτηκες, δε σ` άγγιξαν κατάβαθα όλα αυτά… Πόσο αθώος, πόσο ξένος είσαι με τη ζωή… Είσαι απλώς ένας άνθρωπος, δεν κουβαλάς κακιά η καλή φήμη μαζί σου, έχεις το όνομα της γενιάς μας όμως δε λέγεσαι εσύ οχτρός τους όπως εγώ… Αν εμφανιστώ όμως εγώ μπροστά τους… Πρόσεξε αδερφέ πόσο πολύτιμα τούτα υπηρετούν τον σκοπό μας! Θα πας να τους ανταμώσεις, θα μπεις πρόθυμα στη δούλεψη τους, θα γένεις δικός τους σαν να `σαι δούλος τους! (βλέπει τον Μιχάλη να αντιδρά) Όχι, μην μου αντιστέκεσαι αδερφέ! Ξεύρω! Κι εγώ θα `θελα να τον αντιμετωπίσω στα ίσια σαν άντρας, θα `θελα να βγει και να παλέψει να γλιτώσει τη ζωή του μα εδώ που φτάσαμε… Τον κρύβουν και για να τον αρπάξουμε θα πρέπει να καταφύγουμε στο δόλο… Εσένα θα σ` εμπιστευθούν… Δεν τους έδωσες δικαίωμα, ξεύρω… Μη φοβάσαι, θαρρούν πουλιόμαστε για ένα ξεροκόμματο, μας θαρρούν για σάπιους. Φόρτωσε με με βρισιές, ρίξε δηλητήριο πάνω μου, μην τσιγκουνευτείς την κακία σου, σε αδίκησα πρώτος και τώρα που κρύβομαι, με το φευγιό μου τάχα βρήκες την ευκαιρία να με προδώσεις για να μ` εκδικηθείς… Θα γίνεις έτσι πιο αληθινός… Πούλησε με στα φανερά… όχι όμως μέσα σου… Αυτό θα κάμεις! Κράτα ανοιχτά τ΄ αυτιά σου εντωμεταξύ να μάθεις που κρύβεται ο φονιάς… Ειν` τόση η καυχησιά κι η σιγουριά τους που μόνοι τους θε να φανερωθούν… θα πέσουν στα δίχτυα που τους απλώνουμε χωρίς να καταλάβουν… Όσα ξέρεις για `μένα ειν` ούτως ή άλλως ασήμαντα μα αυτοί απ` το φόβο τους θα πιστέψουν πως θα μάθουν πράγματα σημαντικά από σένα, γι` αυτό θα σε πιστέψουν…

ΜΙΧΑΛΗΣ (κατειλημμένος από τρόμο) Τρελός φαίνεται είσαι!!!

ΓΙΩΡΓΗΣ Θα μου πεις στ΄ αυτί ώρα και στιγμή αδερφέ που θα πέσει στον λάκκο...

ΜIXAΛΗΣ Στο πρώτο φως της μέρας ξεθωριάζουνε όλα τα τρελά όνειρά!…

ΓΙΩΡΓΗΣ Ειν` το μυαλό μου καθαρό περσότερο από κάθε άλλη φορά αδερφέ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Πότε πρόλαβες σε μια στιγμή και τα υπολόγισες;

ΓΙΩΡΓΗΣ Τόσα χρόνια… μια στιγμή;

ΜΙΧΑΛΗΣ Τόσα χρόνια δεν σου έβαλαν μυαλό όμως! Τι ζητάς; Δεν τους προκάλεσες; Και πως περίμενες μετά απ` αυτό να φερθούν; Ναι, θα πάω `γω να τους βρω, θα πάω για άλλο λόγο όμως… Θα πάω να τους παρακαλέσω να πάρουν πίσω την απόφαση, να το σκεφτούν πιο καλά… να ορίσουν νέα ημερομηνία… Σου φαίνονται ψιλολόγια; Εσύ δεν το πρότεινες; Έχουν εκτεθεί με τη βιαστική τους απόφαση… ο φονιάς σχεδόν ομολόγησε… είναι ανόητο να νομίζουμε ό,τι μπορεί να κρυφτεί… είναι αναγκασμένοι κι αυτοί να φανερώσουν ένα κομμάτι απ` την αδικία τους…

ΓΙΩΡΓΗΣ Ξεχείλισε πρώτα το ποτήρι κι ύστερα μας έδειξαν που τον έχουν κρυμμένο…

ΜΙΧΑΛΗΣ Η δίκη θα μας δικαιώσει… είναι ευθύνη τους για να δικάσουν ως το τέλος...

ΓΙΩΡΓΗΣ Ακόμα τρέφεις τέτοιες κούφιες ελπίδες;

ΜΙΧΑΛΗΣ Πρέπει να σεβόμαστε τους νόμους τουλάχιστο… ……………………………………..

 

 

(Από την ΠΡΑΞΗ 2Η- ΣΚΗΝΗ 1Η)

……………………. ΓΙΩΡΓΗΣ ……………………………………Πόσο διαφορετικός ήσουν από εμάς Μιχαλιό…

ΜΙΧΑΛΗΣ Μόνος εγώ…

ΓΙΩΡΓΗΣ Ένας πατέρας σου χάραξε τα όρια της ζωής σου και τα δέχτηκες εσύ υπάκουα… Σαν κύκλωπας θεόρατος μέσα σου… Αυτό το άκαρδο, το φριχτό μάτι του να πέφτει συνέχεια επάνω σου! Δεν καταλαβαίναμε διόλου το πάθος σου… εμείς βγαίναμε στο καλντερίμι και πηγαίναμε να κρυφτούμε πίσου απ` τα βαγόνια του σταθμού μα εσύ καθόσουν σοβαρός, μόνος πάνω απ` το βιβλίο σου, μας απόδιωχνες… λες και δεν ένιωσες ποτέ την αποθυμιά να ανακατευτείς με τη σύναξη των παιδιών, να λύσεις στο τρεχαλητό τα πόδια σου κι αυτά από μόνα τους, αποκαμωμένα να σε γυρίσουν μες απ΄ την ερημιά των δρόμων σπίτι το απόβραδο… Ο δρόμος ήταν για `σένα ανοιχτός μα τα πόδια σου μπλέκονταν συνέχεια σε σχοίνα, καθόλου δεν μπορούσες να βαδίσεις… Για `μας αυτός δεν υπήρχε, για σένα όμως έγινε μοίρα, τον ύψωσες θεό από πάνω σου... εμάς δε μπορούσε να μας αλλάξει… μιλούσε δυνατά η φύση, χαρούμενα μέσα μας… Όμως εσένα θαρρείς γιόμισε με παράξενες ενοχές τη ζωή σου...

ΜΙΧΑΛΗΣ Γιατί δε σβήνουν τα παλιά σαν ένα κακό όνειρο; Κι ο Νικήτας, ο αδερφός μας, ποιος σου είπε πως θέλω να με βοηθήσει; ο πατέρας πάει τώρα, χάθηκε… Τι θέλουν αλήθεια οι νεκροί και βγαίνουν απ` το σκοτάδι τους;

ΓΙΩΡΓΗΣ Δε μπορείς να ξεχάσεις τη ζωή σου…

ΜΙΧΑΛΗΣ Θες εσύ να μου τη θυμίσεις; ………………………………

 

 

ΠΡΑΞΗ 2η- ΣΚΗΝΗ 4η

(Βρισκόμαστε σε μιαν αίθουσα δημόσιας υπηρεσίας. Οι πολυθρόνες με δερμάτινα καλύμματα κι ένας καναπές σε παλαιομοδίτικο στυλ. Πορτρέτα πολιτικών στους τοίχους κι ένας λιγδιασμένος χάρτης της Ελλάδας πάνου απ` το γραφείο. Μυρίζει μούχλα και σκόνη έχει κατακαθίσει παντού. Τρεις άνθρωποι όρθιοι μπροστά στο γραφείο, ο ένας είναι ο εισαγγελέας. Θα ανοίξει η πόρτα και θα μπει ο Μιχάλης με συνοδεία, σαν να τον έχουν συλλάβει. Φορά το ίδιο σακάκι που φορούσε στην προηγούμενη σκηνή με κατεβασμένα τα πέτα. Είναι με μάγουλα κόκκινα, αναμαλλιάρης απ` τον βοριά. Αμήχανα κοιτάζει γύρω του, κατέχεται από μια δειλία. Ο εισαγγελέας τον προσέχει που μπαίνει. Ένας απ` τους συνοδούς, του κάνει νόημα).

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ Εδώ! (του δείχνει την πολυθρόνα) Πέρασε… εδώ, εδώ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Ναι… Κι αυτοί; ( ο εισαγγελέας τους κοιτάζει να καταλάβει για μια στιγμή) Ένας δεν έφτανε;

ΕΙΣΑΓΓ. Ε; Μάλιστα... το πρωτόκολλο παιδί μου… συνηθισμένα πράγματα… (βλέπει τον Μιχάλη να μην καταλαβαίνει) Οι δημόσιες υπηρεσίες ξέρεις… παρακαλώ… (τον προσκαλεί να καθίσει πάλι) Να νιώθεις θέλω άνετα... (κάνει νεύμα στους λακέδες εκτός από έναν για να αποχωρήσουν) Έτσι… Που λέτε ο δεσπότης Καλλίνικος μας κατατόπισε… για τον αδερφό σου…

ΜΙΧΑΛΗΣ Γι` αυτό ήρθα! Για να μιλήσουμε!...

ΕΙΣΑΓΓ. (κοιτάζει τον λακέ του με τρόπο) Μαντεύω την αίσθηση του καθήκοντος που σας χαρακτηρίζει… Είστε ξέρουμε πολύ αξιόλογος νέος… τα χρόνια που ήσασταν στη σχολή μείνατε αυστηρώς μακριά από ανώφελες εξάρσεις… Όμως, για ποιον λόγο; Εννοώ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Τα `βλεπα μα δεν ήθελα να τα παραδεχτώ!... Τρία χρόνια μακριά… Φυσικά θα μου πείτε αδερφός μου είναι… Kινδυνεύουν όλα τώρα από ανοησία να γκρεμιστούν… Εκείνος με ξύπνησε οπωσδήποτε! Όχι με την έννοια που φαντάζεστε… πώς να σας πω;

ΕΙΣΑΓΓ. Ελεύθερα…

ΜΙΧΑΛΗΣ Χωρίς να θέλω μου άνοιξε τα μάτια! Είναι σαν να βλέπεις το σκάνδαλο που κρυβόταν…

ΕΙΣΑΓΓ. Λάθος του που ύψωσε τη φωνή στο δικαστήριο…

ΜΙΧΑΛΗΣ Η δικαιοσύνη έχει χρέος να τιμωρεί τους ενόχους… σέβομαι τον θεσμό της Θέμιδος…

ΕΙΣΑΓΓ. Ασφαλώς! (σκέφτεται) Γι` αυτό όσο να `ναι… λυπάμαι παιδί μου για το ατυχές εκείνο συμβάν που βύθισε στο πένθος την οικογένειά σας… με γεμίζει με θλίψη… μα αν αποδειχτεί η ενοχή του τότε σίγουρα η δικαιοσύνη θα φανεί αμείλικτος…

ΜΙΧΑΛΗΣ Με συγκινείτε! Πρέπει στον καθέναν να δίδεται το αντίτιμο της αρετής του… (τα λογαριάζει) -…το καλύτερο…

ΕΙΣΑΓΓ. Σας βεβαιώ! Οι ένοχοι θα τιμωρηθούν…

ΜΙΧΑΛΗΣ Δεν απαλλάσσει φυσικά τον αδερφό μου…

ΕΙΣΑΓΓ. Ο στόχος μας είναι προπαντός να διατηρηθεί η τάξη… να ξέρετε πως το δικαστήριο δεν διέθετε άλλον τρόπο να κρατήσει το κύρος του… Όταν υπάρχει όμως πνεύμα αλληλοκατανόησης και συνεργασίας… τότε… η δικαιοσύνη κερδίζει…

ΜΙΧΑΛΗΣ Εκείνος ίσως είχε παρασύρει τον μεγάλο μου αδερφό…

ΕΙΣΑΓΓ. (απορώντας) Ναι;… Και πότε το καταλάβατε;

ΜΙΧΑΛΗΣ …τις τελευταίες ημέρες…

ΕΙΣΑΓΓ. Ανατρεπτικές ιδέες, μάλιστα, είναι πολύ της μόδας τον τελευταίο καιρό!... από το να παρακωλύεται η ομαλή διεξαγωγή της δίκης, πιστέψτε με παιδί μου, εσείς ζημιώνεστε… (σκέπτεται) Τι λέγατε αλήθεια όμως πριν;

ΜΙΧΑΛΗΣ Η οικογένειά μου έχει υποφέρει… είναι άδικο να υποφέρουν φιλήσυχοι πολίτες… Σε `σας επαφίεμαι να τελειώσουν όλα…

ΕΙΣΑΓΓ. Αυτό θέλουμε κι εμείς! Ομολογώ… αλήθεια έχετε περίεργη άποψη για τη δικαιοσύνη… Δεν μου είπατε όμως… εργάζεστε κάπου;

ΜΙΧΑΛΗΣ Σκοπεύω να διεκδικήσω μια θέση σε δημόσια υπηρεσία στο Ναύπλιο… έχω τελειώσει οικονομικές σπουδές στο πανεπιστήμιο των Αθηνών…

ΕΙΣΑΓΓ. Είμαι πεισμένος για τις ικανότητές σας! Μα πως δεν σκεφτήκατε κάτι στον κλάδο μας;… καριέρα δικαστή λόγου χάρη… θα σας πήγαινε… τελοσπάντων… δεν ενδιαφέρει… ……………………………………………

 

 

 

ΠΡΑΞΗ 3η- ΣΚΗΝΗ 1η

(Ο Μιχάλης ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Άρρωστος. Το κρεβάτι έτσι που να φαίνεται πλάγια απ` το κοινό. Η κάμαρα μες στο ημίφως. Το πρόσωπό του διακρίνεται αχνά να συσπάται καθώς ο άρρωστος φλέγεται από πυρετό. Χτυπά το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι. Θα χτυπήσει δυο φορές αλλά ο Μιχάλης δεν ακούει. Κάποια στιγμή θα πεταχτεί απότομα από το λήθαργο και θα το σηκώσει ξαφνιασμένος).
ΜΙΧΑΛΗΣ Παρακαλώ… Ο Μιχάλης!... κύριε εισαγγελέα! (σιωπή) Σήμερα; (έντρομος, αναμένει κάτι. Σιωπή πάλι) Ναι… ναι… (ακούει κάτι απ` την άλλη μεριά)… θυμάμαι… συγχωράτε με, όχι, δεν είμαι καλά… στο κρεβάτι με πυρετό… (ακούει προσεχτικά. Εξανίσταται) Όχι, σας ορκίζουμαι, όχι αυτό!... οπωσδήποτε ναι! Αύριο… θα σας τηλεφωνήσω… Ναι, χωρίς αναβολή!... εγώ, βεβαίως… γεια σας… (κλείνει κατάκοπος το τηλέφωνο και ευθύς σωριάζεται στο κρεβάτι του. Κλείνει τα μάτια του, υποφέρει. Σύντομα θα παραδοθεί ανήμπορος σ` έναν βαθύ ύπνο. Παρακολουθούμε το αργό βύθισμά του. Ακούγεται ένας μακρόσυρτος ήχος μιας σφυρίχτρας σαν μακριά γραμμή που είναι το πέρασμα στο μαγικό βασίλειο του ύπνου. Ένα τριανταφυλλί φως λούζει την κάμαρα, τα βλέφαρα του αρρώστου αναδεύονται. Σαν σπαρτάρισμα το φως σφύζει απάνου στους τοίχους λες και θα ξεψυχήσει. Βλέπουμε γαλάζιες σκιές να τρέχουν σαν κοπάδι μικρών ψαριών κι ύστερα τα χρώματα ανακατώνονται ωσότου στον τοίχο στο πίσω μέρος της σκηνής ξεκολλά μια λευκή κουκίδα και μεγαλώνει σαν ένα μπαμπάκι που ανοίγει. Ο άρρωστος στριφογυρίζει ανήσυχος, τα χέρια του γαντζώνονται γερά πάνου στο κρεβάτι του. Το λευκό όραμα θ` αρχίσει να μεταμορφώνεται σε μια ακαθόριστη μορφή με χαρακτηριστικά φθαρμένα όπως στις προτομές που ξεχαστήκανε στο βυθό των ωκεανών. Ακούγονται σε στιγμές παροξυσμού κάτι κουδουνάκια μαζί με ζήλιες. Ο άρρωστος παραμιλά).

ΜΙΧΑΛΗΣ Ποιος;… Τ` είναι; (τανύζεται στο κρεβάτι του προσπαθώντας να διακρίνει)…Ποιος, εσύ; Στάσου να σε ιδώ!... μην παίζεις μαζί μου… Ποιος δρόμος σε φέρνει; Γιατί δεν αποκρίνεσαι; Τίποτε δε λες;… Δεν ήρθα στην κηδεία σου; Θυμάσαι… Τα μάτια μου είναι θαμπά, δε μπορώ να σε διακρίνω… μα φαίνεσαι πιο νέος… (σφίγγει με δύναμη τα μάτια του) κρατάς στο κεφάλι σου την κόμη… τι θες από `μένα τώρα; Δε μου απαντάς!... όχι, δε φταίω… δε φταίω εγώ γι` αυτό… στο κάτω- κάτω… μπορεί άλλοι μα όχι εγώ, εγώ όχι… πάντοτε δεν έκαμα αυτό που ήθελες;… (σκέπτεται με φόβο) Όμως μοιάζεις διαφορετικός… Γιατί δεν έρχεσαι πιο κοντά; Όχι! Όχι! Στάσου απόμερα! Κάτι μου θυμίζεις… Αλίμονο! (με βάσανο) Αχ, ποιος είσαι;…
(βασανιστική σιωπή. Μια απόκοσμη φωνή κατακλύζει το δωμάτιο).

ΟΡΑΜΑ Δε με γνωρίζεις;

ΜΙΧΑΛΗΣ Ε;… ξανάρθες… Ήσουν μες στο σπιτικό μας- έτσι;- απ` τα μικράτα μας… η ανάσα σου νιώθω άχνιζε πάνου απ` το προσκέφαλό μου… Εσύ! (με φόβο) Αχ, εσύ!... Ναι, μπορείς να μπεις στο σώμα του καθενός, αλήθεια είναι! Μα… τι έλεγα; αχ… ναι… πόσο πολύ χαίρουμαι που ήρθες… ήρθες να μου πεις… δεν ειν` πρώτη φορά… ναι, από τότες… Πότε άκουσα για `σένα πρώτη φορά; στα παραμύθια της γιαγιάς… δεν έστεκες πάνου στα νερά, εσύ σαν ένα θάμα πρωτόγνωρο;… και τότε που πλήθυνες τα ψάρια και τα ψωμιά στα πανέρια;… θρονιάστηκες μες στη φαντασία μου… δε επρόκειτο να φύγεις ποτέ… Γιατί κρύβεις το πρόσωπό σου; Δε θες να δω ότι είναι θυμωμένο; Σα με θέλεις για καλό έρχεσαι με το γλυκό σου χαμόγελο… Με μισείς έτσι; Τι σκέπτεσαι; Όταν δε μου φανερώνεσαι…

ΟΡΑΜΑ Με φοβάσαι Μιχαλιό;

ΜΙΧΑΛΗΣ Ναι! Ναι, σε φοβούμαι! Πάντα σε φοβόμουν… ήρθες εσύ για… Δε μπορώ να το ξεστομίσω… Δε γνώριζα ποτέ το θέλημά σου, μόνο αν καμιά φορά σ` έκαμα να χαρείς παρηγοριόμουν… ( η καρδιά του χτυπάει έντονα) Ούτε τώρα εισ` ευχαριστημένος, έτσι; Δε δίδασκες την ταπεινοφροσύνη κύριε εσύ; Είναι άπληστος, αχόρταγος θε μου, κάποιος πρέπει να του δείξει τον σωστό δρόμο! Δε με πιστεύεις; νομίζεις πως σε κοροιδεύω;… Γι` αυτό ήρθες; ο δύστυχος, για να με πάρεις, για να με πάρεις…

ΟΡΑΜΑ Για να σε δω!

ΜΙΧΑΛΗΣ (έντρομος) Δεν έχω ετοιμαστεί… δεν είμαι έτοιμος… Σχώρα με! Αμάρτησα θε μου! Αχ, γιατί;

ΟΡΑΜΑ Δε με γνωρίζεις!... Λίγα χρόνια πέρασαν…

ΜΙΧΑΛΗΣ Η φωνή σου είναι γνωστή! Όχι, δεν είσαι ο πατέρας… Η φωνή εκείνου με τρόμαζε… Η φωνή σου σαν αλλαγμένη…

ΟΡΑΜΑ Με γαργαλά στο λαιμό το χώμα…

ΜΙΧΑΛΗΣ Είσαι άσπρος!

ΟΡΑΜΑ Άσπροι ειν` οι ίσκιοι του σκοταδιού, το φως περνά μέσα τους και δε σταματά… Με ξέχασες Μιχαλιό τόσο γρήγορα;

ΜΙΧΑΛΗΣ Παλεύω… παλεύω αλίμονο μ` όλες μου τις δυνάμεις… (σφίγγει ξανά τα μάτια του καθώς το όραμα ξεκαθαρίζει) Ξεύρω! Ξεύρω! Όμως δε μπορώ να το πω… (έχει φοβερή αγωνία. Εμφανίζεται μπροστά μας το όραμα του νεκρού αδερφού. Το πρόσωπό του παρμένο από την ασπρόμαυρη φωτογραφία της πρώτης σκηνής. Είναι όμορφος και έχει με τον Γιώργη μια τρομαχτική ομοιότητα. Τα μάτια του είναι ζουγραφισμένα θαλασσιά όπως θαλασσί έχει γίνει και το φόντο που περιβάλει τη μορφή του) …ήξερα… ήξερα πως θα έρθεις σήμερα… μα πως γίγνεται;… πως; σαστίζω…

ΟΡΑΜΑ Ειν` δύσκολο να διαβαίνω συχνά τις όχθες… παρακάλεσα όμως τους φύλακες να μ` αφήσουν μια στιγμή… μας φυλάν ζηλότυπα όπως η γης τα ορυκτά της…

ΜΙΧΑΛΗΣ Αχ, αδερφέ μου Νικήτα! Εσύ είσαι… Αγνώριστος μοιάζεις… τα μάτια σου ειν` μόνο γαλάζα…

ΟΡΑΜΑ Γυάλινα…

ΜΙΧΑΛΗΣ Για να σε δω! Το σώμα σου; Δε φαίνεται… Που `σουν αδερφούλη τόσα χρόνια; Μα… που `ναι τα χέρια σου;

ΟΡΑΜΑ Τι αθώος που είσαι… Τι μας χρειάζουνται; Δεν έχει μόχθο εκεί κάτου… Περνούμε άχρηστοι όλη την ώρα, δίχως ενδιαφέροντα…

ΜΙΧΑΛΗΣ Και τα πόδια σου;

ΟΡΑΜΑ (γελά) Χα!... Για να πιλαλάμε τις πλαγιές και να τουραγνάμε κάτω απ` το πέλμα μας τα ζωντανά;

ΜΙΧΑΛΗΣ Καημενούλη μου εσύ, όλα αυτά που λες πώς να τα πάρω; Πες μου! Κάτω `κει πως είναι; Βρήκες ησυχία;… εκεί τίποτα ίσως να μη σε πονά…

ΟΡΑΜΑ Τι;… Ησυχία; Άσκοπα όλα, δεν υπάρχει χαρά… Το βασίλειο των νεκρών ειν` ψεύτικο αδερφέ! Μόνο πόζες παίρνουμε, θλιβερές σκιές της παλιάς ζωής μας… Τίποτα απολύτως δεν χαιρόμαστε, παν οι όμορφες μέρες για πάντα… σκέτος βαρεμός…

ΜΙΧΑΛΗΣ Η ζωή περισσότερο ειν` βαριά…

ΟΡΑΜΑ Η ζωή; Όχι! Αυτή αδερφέ ειν` άλλο! Τι μυστήριο!… Έβγαινα θυμάμαι τ` απόβραδα στην ύπαιθρο κι αγνάντευα τ` άστρα του ουρανού που αργοσάλευαν τρεμουλιαστά πάνωθέ μου… Θυμάσαι που τρίβαμε τις πατούσες μας κάτου απ` τα παπλώματα σαν ήμασταν παιδιά και πλημμύριζε όλο θέρμη στη ψυχή μας;… Μόνο μνήμες της παλιάς ζωής μας κρατάμε τώρα αδερφέ! Σκόπευα κι εγώ ν` αποκτήσω οικογένεια, δικά μου παιδιά… Μα ό,τι πρόφτασα και σαν η ζωή κόβεται παραπέρα δεν έχει άλλη… Δεν έκαμα μήπως πάντοτε το καλό; Οι άνθρωποι όμως- να το ξέρεις αδερφέ- οι άνθρωποι είναι σκυλιά λυσσασμένα… Δεν ήθελα να μιλώ γι` αυτά… όχι, το σωστό δεν πρέπει να έχω παράπονο… ήσαν τα πράματα καλά με τις χαρές και τις λύπες τους… Πως θυμούμαι που γεμάτος θέληση δεν άφηνα λεφτό να περνά, ξερίζωνα όλα τ` αγριόχορτα στην αυλή μας και μετά έχτισα τον τοίχο στην κατηφοριά για να μην κυλίσουν οι πέτρες και μπουν στον μπαξέ μας…

ΜΙΧΑΛΗΣ Αδερφέ μου, σαν εψές ήσουν ανάμεσά μας… Πόσα χρόνια περάσανε;…

ΟΡΑΜΑ Πέντε!… μα η ψυχή μου δε λέει να καταλαγιάσει… Είχα ξεχάσει προσώρας να τα λογαριάζω μα άκουσα ξάφνου το πάτωμα να τρίζει πάνω απ` το κεφάλι μου, και… ειν` παλιά τα πατώματα, ακούμε το καθετί… στήνουμε αυτί, είναι η παρηγοριά μας να φανταζόμαστε τις ασχολίες των ζωντανών… μα αρκεί να ζωντανέψει μια στιγμή την πληγή… είναι για πάντα, θα με πικραίνει αιώνια η αδικία αδερφέ! Ο δήμιός μου, τι απόγινε, πες μου, ξέφυγε; χαίρεται, χαροκοπά στη ζωή ή σας φοβάται και σβήνει ευθύς κάθε του κέφι;

ΜΙΧΑΛΗΣ (δραματικά) Αχ, όχι…

ΟΡΑΜΑ Μου πήρε άσπλαχνα τη ζωή αδερφέ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Γιατί ήρθες σε `μένα; Γιατί τώρα; Γιατί δεν πήγες πρώτα στον Γιώργη;

ΟΡΑΜΑ Λείπει απ` το δωμάτιό του… Ήλπιζα στη δικιά σας βοήθεια… όμως… βλέπω πως έναν νεκρό δεν τον θυμούνται για πολύ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Όχι… μη το λες αδερφέ! Είναι τόσα… Η σκέψη μας δε φεύγει μέρα- νύχτα από `σένα…

ΟΡΑΜΑ Ο πόθος μου ήταν να προσθέσω στην ανάμνηση του παλιού κόσμου και τον δικό του χαμό… το θυμάσαι μήπως που σ` έπαιζα στα γόνατά μου, όταν ήσουν μικρός και σε μάθαινα τις λέξεις;… δε θέλω να σας βαραίνω… μα χωρίς εσάς… πάει, χάθηκα εγώ… -ναι!...

ΜΙΧΑΛΗΣ Πως να βοηθήσω; ήμασταν άτυχοι αδερφέ… ούτε στιγμή όμως δεν σκεφτήκαμε…

ΟΡΑΜΑ …δεν μπορώ να ησυχάσω…

ΜΙΧΑΛΗΣ Μη με ταπεινώνεις άλλο! Ήμουν αδερφούλη μου άρρωστος…

ΟΡΑΜΑ Φταίει που οι νεκροί ανυπομονούμε βλέπεις να δώσουμε λίγη ζωή στην ανυπαρξία μας…

ΜΙΧΑΛΗΣ Νιώθω τώρα έτοιμος! Θα επανορθώσω για ό,τι δε μπόρεσα ως τώρα…

ΟΡΑΜΑ Δεν ήθελα να σε προσβάλω… πες μου τότε αδερφέ!… Τι ετοιμάζεις μυστικά και δε μου το ομολογείς; Τι ετοιμάζεις στα κρυφά και δε μου εμπιστεύεσαι; Την αλήθεια! Κάποιο μυστικό σχέδιο στριφογυρίζεις στο μυαλό σου, άσε με να ιδώ κι εγώ… κάτι σημαντικό… την εκδίκηση; Πες μου, ο πόθος μου τώρα ειν` αξεδίψαστος αδερφέ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Πως; Τι; (Ο Μιχάλης καθώς στριφογυρίζει στο στρώμα του έχει βγάλει τα δυο του χέρια έξω απ` το πάπλωμα και φαίνεται να προεξέχει από την μια παλάμη του ένα χαρτάκι. Το κρατά σφιχτά- σφιχτά στη χούφτα του σάμπως δε θέλει να του το πάρουν).

ΟΡΑΜΑ Τι γράφει εδώ;

ΜΙΧΑΛΗΣ Ποιο; Όχι!...

ΟΡΑΜΑ Εισαγγελέας κύριος Αυρήλιος, οκτώ και μισή… Τρίτη 25… (απορημένος)

ΜΙΧΑΛΗΣ (σπαράζει) Όχι!

ΟΡΑΜΑ Είναι περασμένη η ώρα… Απόψε;… κοντεύει εννιά… δε θα προφτάσεις αδερφέ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Όχι! Όχι! Άλλο ειν`… δεν ξέρεις…

ΟΡΑΜΑ Αδερφέ αλήθεια σε πιστεύω τώρα… Χαίρουμαι τόσο… Μα γιατί είσαι εδώ; Έχει πάει ο Γιώργης;… κατάλαβα! Μήπως πρέπει να τον ειδοποιήσω, να βοηθήσω σε κατί;

ΜΙΧΑΛΗΣ Πάψε, στ` ορκίζουμαι δε ξεύρω!... Για τι πράγμα μου μιλάς;

ΟΡΑΜΑ Με τον Γιώργη μαζί το σκέφτηκες… με συγκινεί η αφοσίωση που μου δείχνετε… αναγαλλιάζω…

ΜΙΧΑΛΗΣ Όχι, όχι, μη πας! Όχι σ` εκείνον! Δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο! Αλήθεια σου λέγω…

ΟΡΑΜΑ Δε με ξέχασες λοιπόν;

ΜΙΧΑΛΗΣ (ξεσπάει σε λυγμούς) Τίποτα δε ξέρεις αλίμονο, πάψε! Απόψε δεν πήγα… Ούτε θα πάγω ποτές… Δεν τα `θελα να γίνουν έτσι… μη του πεις εσύ Νικήτα, αχ, μη του πεις του Γιώργη…

ΟΡΑΜΑ Θα `χει φτάσει… Εσύ πρέπει να προχωρήσεις χωρίς δισταγμούς αδερφέ… Θ` ακούσω επιτέλους από το στόμα του τη γλυκιά είδηση… Αν τρέξω θα τον προφτάσω; λες θα μπορέσω να τα ιδώ από κοντά;

ΜΙΧΑΛΗΣ Ω, αίμα…

ΟΡΑΜΑ Πρέπει να σε φιλήσω! Με τραβάν οι ίσκιοι- το νιώθω- διόλου δεν προφταίνω! Πρέπει να ανταμώσω τον Γιώργη… Πότε αδερφάκια μου τώρα θα σας ξαναδώ; Μην κάνεις τώρα πίσω…

ΜΙΧΑΛΗΣ (ουρλιάζει) Όχι! Όχι! Μην πας! Δεν ξέρει, δεν έχει σχέση ο Γιώργης… μετάνιωσα, δεν είμαι αυτό που νομίζεις αδερφέ, άλλαξα, πώς να στ` αποδείξω; Κάνεις λάθος! Τι ξέρεις εσύ από τούτα;… αχ, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με… δεν φταίω διόλου…
(το όραμα σβήνει σιγά- σιγά. Ο Μιχάλης πετάγεται απ` το κρεβάτι του αλλοπαρμένος. Καταλαβαίνει ότι κρατάει ακόμα το χαρτάκι στο χέρι του, το κομματιάζει απεγνωσμένα. Πετά τα κομμάτια κάτου απ` το κρεβάτι. Πέφτει ένα πηχτό σκοτάδι- δε βλέπουμε τίποτες- η σιωπή διακόπτεται μόνο απ` το εναγώνιο πάλεμά του στο κρεβάτι. Ενόσω παραμένει σκοτάδι θα βρουν την ευκαιρία οι τεχνικοί της σκηνής να τοποθετήσουν ένα παραβάν σαν χώρισμα έτσι που θα σχηματισθούν δυο δωμάτια τώρα, το ένα είναι η κουζίνα του σπιτιού και το άλλο το υπνοδωμάτιο του αρρώστου που μόλις παρακολουθήσαμε να εκτυλίσσονται τα δρώμενα. Τα δυο δωμάτια δίπλα το ένα στο άλλο. Το κρεβάτι έχει μετακινηθεί τόσο όσο χρειάζεται για να αντιστοιχεί στις νέες διαστάσεις του δωματίου. Στην κουζίνα η γνωστή επίπλωση με τη γυριστή σκάλα που οδηγεί στα επάνω δωμάτια και το κομοδίνο με τη φωτογραφία του νεκρού αδερφού. Ακούγονται τα κλειδιά στην είσοδο και ανάβει το φως στην κουζίνα. Εμφανίζεται ο Γιώργης. Θα γίνει αμέσως αντιληπτή η καταφανής ομοιότητά του με τον νεκρό αδερφό. Στο δωμάτιο του αρρώστου σχηματίζεται ημίφως από τη λάμπα της κουζίνας που φωτίζει μέσα απ` παραβάν. Ο Μιχάλης μπρουμυτισμένος στο κρεβάτι του πετάγεται με το άναμμα του φωτός όρθιος στα δυο του πόδια. Κλαίει πνιχτά, παραμιλά. Η έγερσή του είναι ο κολοφώνας του εφιάλτη του).

ΜΙΧΑΛΗΣ (απαρηγόρητος) Αχ, όχι αδερφέ, δε φταίει ο Γιώργης! Τι σκοπεύεις να κάνεις;… Έλα πάρε έμένα, εγώ είμαι ο ένοχος! (σηκώνεται, ζαλισμένος παραπατά από τοίχο σε τοίχο. Ο Γιώργης ακούει τις φωνές απ` την κουζίνα και μπαίνει ανάστατος να δει τι τρέχει. Ανοίγοντας την πόρτα θα φανεί φωτισμένος μπρος στα μάτια του Μιχάλη. Εκείνος βλέποντας το ξαφνικό θέαμα συνταράσσεται).

ΓΙΩΡΓΗΣ Αδερφέ;

ΜΙΧΑΛΗΣ Μην τον πάρεις κι εκείνον μαζί σου! Ο Γιώργης δε φταίει! Αχ, αχ… τι είναι; Ήρθες πίσω; Ναι!
(ο Γιώργης κλείνει την πόρτα να μην ξυπνήσουν ο θείος και η θεία, ανάβει το φως στο δωμάτιο. Κοιτάζει γύρω του, πηγαίνει στο παράθυρο, ψάχνει με μανία πίσω απ` τις κουρτίνες κάτι).

ΓΙΩΡΓΗΣ Ποιος σου έκαμε κακό; Μίλα… εγώ είμαι… μη φοβάσαι!

ΜΙΧΑΛΗΣ Καλά έκαμνες που γύρισες! Ξεύρω τι αξίζω, τι με περιμένει… Χαίρουμαι αδερφέ αλήθεια όμως που γύρισες… Τι χάρα!...

ΓΙΩΡΓΗΣ (προσπαθεί να τον αγκαλιάσει) Ω… θε μου! Καις απ` τον πυρετό… δεν σε φρόντισε κανείς;

ΜΙΧΑΛΗΣ (κλαίοντας με λυγμούς) Αδερφέ… τα χέρια σου ειν` αυτά; δεν σου τα `κοψαν; Νόμισα…

ΓΙΩΡΓΗΣ Ακέραιος είμαι… δεν τους φοβήθηκα και ούτε τους φοβάμαι… δεν μπορούν να μου κάμουν τίποτες…

ΜΙΧΑΛΗΣ Πως γύρισες; Δεν είχες πόδια νωρίτερα…

ΓΙΩΡΓΗΣ Όλη την πόλη γύρισα απόψε για να κατορθώσω ό,τι ήλπιζα…

ΜΙΧΑΛΗΣ Εγώ τι αξίζω να πάθω;

ΓΙΩΡΓΗΣ Τώρα είμαστε μαζί… Δε χρειάζεται να φοβάσαι…

ΜΙΧΑΛΗΣ Αντίς εγώ να σε φροντίζω με φροντίζεις εσύ! Πόσο πικρά έκλαψα πριν… Μ` αγαπάς λοιπόν! Εγώ νόμισα… Το βλέπω, η όψη σου είναι πιο γλυκιά τώρα, μοιάζει σαν παλιά…

ΓΙΩΡΓΗΣ Δεν έχω τους παλιούς φόβους… είμαι έτοιμος…

ΜΙΧΑΛΗΣ Εκείνος όμως… έμαθε τίποτες;

ΓΙΩΡΓΗΣ Εκείνος;…

ΜΙΧΑΛΗΣ Ο Γιώργης!...

ΓΙΩΡΓΗΣ Αδερφούλη μη σε σκοτίζουν τα παλιά… τα είπαμε… πασχίζεις ν` αναστήσεις εμένα ενώ βαστιέσαι από μια κλωστή…

ΜΙΧΑΛΗΣ Δεν του `πες τίποτα, πες μου αυτό πρώτα!

ΓΙΩΡΓΗΣ Δεν θέλω να τρομάζεις…

ΜΙΧΑΛΗΣ Δεν πρόλαβα να κάμω τίποτες, δεν...

ΓΙΩΡΓΗΣ Τι; Πήγες τους βρήκες; έκλεισες το ραντεβού;

ΜΙΧΑΛΗΣ Μη με βασανίζεις… Τι σημασία έχει;

ΓΙΩΡΓΗΣ Είσαι άρρωστος… πρέπει να ξαποστάσεις…

ΜΙΧΑΛΗΣ Δε μπορούσα να το κάμω έτσι ή αλλιώς…

ΓΙΩΡΓΗΣ Είναι προτιμότερο να είμαστε δυνατοί για τη στιγμή… έχω υπομονή αδερφέ…

ΜΙΧΑΛΗΣ Τώρα δε φοβούμαι… Άσε με να σε κρατήσω… πέντε ολόκληροι χρόνοι…

ΓΙΩΡΓΗΣ (;)…Τρεις… το ξέχασες; Ποιος μπήκε πριν από `μένα εδώ; Έχεις σαστίσει… λες κι είδες τον φονιά έχεις γίνει κίτρινος…

ΜΙΧΑΛΗΣ Εσύ ήσουν… (είναι βυθισμένος μέσα στο όνειρο)

ΓΙΩΡΓΗΣ Εγώ; Σίγουρα; Σαν φάντασμα μπροστά σου μου με θωρείς…

ΜΙΧΑΛΗΣ Σε αγγίζω κιόλας… πως γίγνεται; Που `ναι τα αίματα της πληγής σου; (ανοίγει το πουκάμισο του Γιώργη και ψάχνει τυφλά στο στήθος του)

ΓΙΩΡΓΗΣ Αδερφέ, ξύπνα! Ο Γιώργης είμαι! (δυσκολεύεται να καταλάβει) Ο αδερφός σου!

ΜΙΧΑΛΗΣ (;)

ΓΙΩΡΓΗΣ Διώξε τα φαντάσματα να με δεις…

ΜΙΧΑΛΗΣ Ο Γιώργης; Πως μπήκες;

ΓΙΩΡΓΗΣ Άκουσα τον θόρυβο, φοβήθηκα μην έπαθες κάτι…

ΜΙΧΑΛΗΣ Η καρδιά μου θα σπάσει! Εσύ είσαι;

ΓΙΩΡΓΗΣ Στο ξανάπα!

ΜΙΧΑΛΗΣ Τον είδες που έβγαινε;

ΓΙΩΡΓΗΣ Αλίμονο… τι, ο φονιάς σε τάραξε;

ΜΙΧΑΛΗΣ (τραντάζεται άγρια) Ωωω! Ποιος φονιάς; Το θύμα του σου λέω!!! Δε σου πρόφτασε; Τι ήρθες Γιώργη εδώ;

ΓΙΩΡΓΗΣ …φώτισέ με… όλη μέρα πασχίζω για να βρω τα ίχνη του… πως θα μπορούσα να τον ανταμώσω;

ΜΙΧΑΛΗΣ Αυτό ζητάς ή άλλο και μου υποκρίνεσαι; Ήρθε να μας ζητήσει να βιαστούμε, να τον βρούμε και να τον τιμωρήσουμε μιαν ώρα ταχύτερα…

ΓΙΩΡΓΗΣ Παραμιλάς…

ΜΙΧΑΛΗΣ Θα `ρθει σαν τελειώσουν όλα να μας ελέγξει…

ΓΙΩΡΓΗΣ Ο εφιάλτης σε παιδεύει ακόμα…

ΜΙΧΑΛΗΣ Όμως δε μου `πες που `σουν εσύ! Δεν ήσουν στο κρεβάτι σου νωρίτερα… Θα πεθάνω μου φαίνεται…

ΓΙΩΡΓΗΣ Είχα βγει! Γύρισα δέκα λεπτά πριν… δεν υπολόγιζα τόσο γρήγορα…

ΜΙΧΑΛΗΣ Να `ξερες πως μου τον θυμίζεις…

ΓΙΩΡΓΗΣ Ποιον αδερφέ;

ΜΙΧΑΛΗΣ Τον εφιάλτη πανάθεμά σε!!! Τον φριχτό, τον φριχτότερο απ` όλους!

ΓΙΩΡΓΗΣ Ειν` μες στα μάτια σου…

ΜΙΧΑΛΗΣ Ειν` στα μάτια μου γιατί καταραμένε τα βλέπω όλα τώρα!... Ναι! Πόσο του μοιάζεις… σαν δυο σταγόνες νερό… Γι` αυτό είσαι τόσο αληθινός λοιπόν!…

ΓΙΩΡΓΗΣ Τι θες να πεις;

ΜΙΧΑΛΗΣ Το κορμί σου… Γιώργη ανάθεμα… εδώ μέσα ήσουν…

ΓΙΩΡΓΗΣ (;)

ΜΙΧΑΛΗΣ (δεν τον αφήνει να αποσώσει) Ψεύτη! Εδώ!… Τα είδες, τα άκουσες όλα!!!

ΓΙΩΡΓΗΣ Τι μολογάς;

ΜΙΧΑΛΗΣ Άκουσες το τηλέφωνο… ο θόρυβος αυτός… Και το σημείωμα- το διάβασες; Για να κρυφακούσεις μπήκες! Επειδή είχα βγάλει τα τηλέφωνα…

ΓΙΩΡΓΗΣ (ανήμπορος) Τι να μην ακούσω; Δεν ήθελες να μάθουν ο θείος κι η θεία;… Μου φαίνεται αδερφέ τρομάζεις γι` αυτό που πας να κάνεις…

ΜΙΧΑΛΗΣ Έτσι; Και `συ; είσαι τόσο άφοβος λοιπόν; Τι ζητάς πανάθεμα σε από `μένα, τι ζητάς πια;

..........................................................................................

 

...................................................................................................